Перевод: с русского на все языки

Κάρολος

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος Παπούλιας — Károlos Papoúlias Károlos Papoúlias Κάρολος Παπούλιας 8e président de la République héllenique …   Wikipédia en Français

  • Κάρολος Εμμανουήλ — Όνομα βασιλιάδων της Σαρδηνίας και δουκών της Σαβοΐας. Βλ. λ. Κάρολος. Όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της Σαρδηνίας (1. & 2.)· Κάρολος. Όνομα επτά δουκών της Σαβοΐας (4. & 5.) …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος Αλβέρτος — Βασιλιάς της Σαρδηνίας. Βλ. λ. Κάρολος. Όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της Σαρδηνίας (4.) …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος Μαρτέλος — (689; – Κερζί σιρ Ουάζ 741). Ηγεμόνας των Φράγκων, μαϊορδόμος (major domus = αυλάρχης) της Αυστρασίας και της Νευστρίας. Νόθος γιος του Πεπίνου του Εριστάλ, διαδέχθηκε τον πατέρα του στο ανακτορικό αξίωμα, το οποίο διατήρησε επί της βασιλείας των …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος ο Τολμηρός — (Βουργουνδία 1433 – Νανσί 1477). Δούκας της Βουργουνδίας (1467 77). Ήταν γιος του Φίλιππου του Καλού και της Ισαβέλλας της Πορτογαλίας. Ως κόμης του Σαρολέ αντιμετώπισε με σκληρότητα τις εξεγέρσεις των Φλαμανδών που σημειώθηκαν το 1452 53.… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος, πρίγκιπας της Ουαλίας — (Charles Philip Arthur George, 1948 –). Διάδοχος του βρετανικού θρόνου. Είναι γιος της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ και του πρίγκιπα Φιλίππου Μαουντμπάντεν, δούκα του Εδιμβούργου. Το 1981 παντρεύτηκε τη λαίδη Νταϊάνα Φράνσις Σπένσερ, από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος Α’ — I (Carlos Ι, 1863 – 1908). Βασιλιάς της Πορτογαλίας (1889 1908). Ήταν γιος του βασιλιά Λουδοβίκου Α’. Διοίκησε τη χώρα του με απολυταρχικό τρόπο, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις του λαού του. Επέβαλε βαριά φορολογία, περιόρισε τον αριθμό των… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος Αλέξανδρος — (1712 – 1780). Πρίγκιπας της Λορένης και διοικητής των Κάτω Χωρών. Ήταν γιος του Λεοπόλδου της Λορένης και σύζυγος της αδελφής του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ’. Διακρινόταν για την πολιτική του φρόνηση και τις διπλωματικές του ικανότητες. Πήρε μέρος… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος Αύγουστος — (1757 – 1828). Δούκας (1775 1815) και αρχιδούκας (1815 28) της Βαϊμάρης. Πολέμησε στο Βαλμί και στη διάρκεια της ηγεμονίας του υπήρξε προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Συνδέθηκε φιλικά με τον Γκέτε, όταν ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος ο Μέγας — Βλ. λ. Καρλομάγνος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»