Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Ευρώπη

  • 1 Европа

    Русско-греческий словарь > Европа

  • 2 европа

    геогр. (материк) η Ευρώπη
    - ейский ευρωπαϊκός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > европа

  • 3 Евразия

    θ.
    Ευρώπη και Ασία.

    Большой русско-греческий словарь > Евразия

  • 4 запад

    α.
    δύση•

    на запад προς δυσμάς (δυτικά)•

    к -у προς τη δύση, προς τα δυτικά•

    с -а από τα δυτικά.

    || η δυτική Ευρώπη•

    торговля между востоком и западом εμπόριο (μεταξύ) Ανατολής και. Δύσης.

    Большой русско-греческий словарь > запад

  • 5 искрестить

    -ещу, -естишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искрещённый, βρ: -щён
    -щена\ -щено
    κ. искрещенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ. σταυρώνω• καλύπτω, γεμίζω με σταυρούς ή διασταυρώσεις. || διασχίζω, περιέρχομαι•

    искрестить всю Европу γυρίζω όλη την Ευρώπη.

    Большой русско-греческий словарь > искрестить

  • 6 континентальный

    επ.
    ηπειρωτικός, μεσόγειος, -ακός•

    -ые страны ηπειρωτικές χώρες•

    -ая Европа ηπειρωτική Ευρώπη•

    континентальный климат ηπειρωτικό κλίμα•

    - ая система βλ. блокада.

    Большой русско-греческий словарь > континентальный

  • 7 марка

    θ.
    1. το ένσημο•

    почтовая марка το γραμματόσημο.

    2. παλ. μάρκα, κέρμα ορισμένης αξίας (σε εστιατόρια, χαρτοπαικτικές λέσχες κ.τ.τ.).
    3. στάμπα, μάρκα εμπορεύματος.
    εκφρ.
    высокой (высшей, первой) -и – πρώτης κατηγορίας, μεγάλης ολκής•
    держать (выдерживать) -у – τηρώ, κρατώ το γόητρο•
    портить -у – προσβάλλω το γόητρο ή τη φήμη•
    под -ой – με το πρόσχημα.
    θ.
    το μάρκο, νομισμ. μονάδα,
    θ. παλ.
    1. αγροτική κοινότητα τον μεσαίωνα στη Δ. Ευρώπη.
    2. συνοριακός τομέας στη μεσαιωνική Γερμανία.

    Большой русско-греческий словарь > марка

  • 8 окно

    -а, πλθ. окна, окон, окнам ουδ.
    1. παράθυρο•

    комната в три окна δωμάτιο με τρία παράθυρα•

    открываю окно ανοίγω το παράθυρο.

    || κατώφλι παράθυρου•

    сесть на окно κάθομαι στο παράθυρο.

    2. οπή, τρύπα•

    окно для пропуска воды οπή διαρροής νερού.

    || μτφ. θεωρείο, παρατηρητήριο•

    окно в Европу παράθυρο προς την Ευρώπη•

    окно в жизнь, в мир παράθυρο προς τη ζωή, προς τον κόσμο.

    3. (διαλκ.) βαθύ μέρος βάλτου (αχορτάριαστο).
    4. ελεύθερη ώρα (ωρολογίου προγράμματος), χωρίς μάθημα.

    Большой русско-греческий словарь > окно

  • 9 перемещённый

    επ. από μτχ.
    πλθ. -ые ουσ. οι βίαια μεταφερμένοι πολίτες από τους γερμανούς φασίστες και διασκορπισμένοι στην κατεχόμενη Ευρώπη.

    Большой русско-греческий словарь > перемещённый

  • 10 раздирать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. разодрать.
    2. κατασπαράζω, ξεσχίζω.
    3. μτφ• βασανίζω, ταλαιπωρώ• προξενώ (επιφέρω) δεινά• κατατρύχω•

    войны -ли европу οι πόλεμοι κατασπάραζαν την Ευρώπη•

    тоска -ет сердце η θλίψη σπαράζει την καρδιά•

    печаль -ет душу η λύπη κατατρύχει την ψυχή.

    1. βλ. разодраться.
    2. σπαράζομαι, ξεσχίζομαι.
    3. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι• κατατρύχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раздирать

  • 11 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

  • 12 странствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    1. ταξιδεύω•

    странствовать по европе ταξιδεύω στην Ευρώπη.

    || περιπλανιέμαι.
    2. παλ. πηγαίνω (μεταβαίνω στους Αγιους Τόπους).

    Большой русско-греческий словарь > странствовать

  • 13 центральный

    επ.
    κεντρικός•

    -ая точка κεντρικό σημείο•

    -ая улица κεντρική οδός•

    -ая Европа κεντρική Ευρώπη•

    центральный орган партии κεντρικό όργανο του κόμματος•

    центральный нападающий ο κεντρικός κυνηγός ποδοσφαίρου, σέντερ-φορ•

    -комитет профсоюзов κεντρική επιτροπή των συνδικάτων•

    -ая власть η κεντρική εξουσία.

    εκφρ.
    - ая нервная система – το κεντρικό νευρικό σύστημα•
    ружь -ого боя – το οπισθογεμές όπλο.

    Большой русско-греческий словарь > центральный

См. также в других словарях:

  • Εὐρώπη — Europa fem nom/voc sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρώπῃ — Εὐρώπη Europa fem dat sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — η η μία από τις πέντε ηπείρους της Γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εὐρώπηι — Εὐρώπῃ , Εὐρώπη Europa fem dat sg (attic epic ionic) Εὐρώπῃ , Εὐρώπης masc dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Европа в греческой мифологии — (Εύρώπη) по Гомеру ( Илиада , XIV, 321), дочь Финика, по обыкновенной редакции мифа дочь финикийского царя Агенора, сестра Кадма. Зевс явился Е., игравшей с подругами на берегу моря, в виде белого быка и, похитив ее, увез на остров Крит, где… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Европа, в греческой мифологии — (Εύρώπη) οо Гомеру (Илиада, XIV, 321) дочь Финика, по обыкновенной редакции мифа дочь финикийского царя Агенора, сестра Кадма. Зевс явился Е., игравшей с подругами на берегу моря, в виде белого быка и, похитив ее, увез на остров Крит, где… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Εὐρώπην — Εὐρώπη Europa fem acc sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρώπης — Εὐρώπη Europa fem gen sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»