Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Είμαι κουρασμένος

См. также в других словарях:

  • πρωτολήδεσθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ πρῶτον ἀποπειρᾱσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λήδεσθαι. Κατά μία άποψη, το β συνθ. συνδέεται με τα ἀηδέω / ἀδέω «είμαι κουρασμένος, αισθάνομαι αηδία», τών οποίων και αποτελεί αλλοιωμένη μορφή (πρβλ. Ησύχ. ληδεῖν «κοπιάν,… …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… …   Dictionary of Greek

  • κοπώδης — κοπώδης, ες (Α) [κόπος] 1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος 2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.) 3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.) 4. (με παθ. σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • υπερκοπώ — όω, Α [ὑπέρκοπος] (κυρίως παθ.) ὑπερκοποῡμαι, όομαι είμαι υπέρμετρα κουρασμένος, κατάκοπος …   Dictionary of Greek

  • υποκάμνω — ΜΑ είμαι λίγο κουρασμένος ή άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κάμνω «κουράζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • θεοσκοτωμένος — η, ο 1. θεοκατάρατος: Τι έκανες πάλι θεοσκοτωμένε; 2. πολύ κουρασμένος: Είμαι θεοσκοτωμένος από τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτώμα — το, ατος 1. το νεκρό σώμα ανθρώπου ή ζώου, αλλ. κουφάρι, ψοφίμι: Το πτώμα βρισκόταν σε αποσύνθεση. 2. για ανθρώπους ζωντανούς, ο πολύ εξαντλημένος, ο κουρασμένος σωματικά ή ψυχικά: Είμαι πτώμα από την κούραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»