Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Γρήγορα

  • 1 γρήγορα

    [фигора] επΐρ. быстро, скоро, поспешно,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γρήγορα

  • 2 скоро

    скоро
    нареч
    1. (быстро) γρήγορα, γοργά, ταχέως·
    2. (вскоре) σύντομα, γρήγορα, ἐντός ὁλίγου:
    \скоро лето γρήγορα θά ἔχουμε καλοκαίρι.

    Русско-новогреческий словарь > скоро

  • 3 вскинуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.μ.
    αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω•

    вскинуть мешок на плечи ρίχνω το τσουβάλι στους ώμους.

    || μτφ. ανασηκώνω, ορθώνω γρήγορα•

    вскинуть голову ανασηκώνω απότομα το κεφάλι•

    вскинуть глаза ανασηκώνω γρήγορα τα μάτια.

    1. ανεβαίνω γρήγορα, πετάγομαι επάνω.
    2. μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ. старуха -лась на мужа за разбитый стакан η γρια ρίχτηκε•

    це βρισιές στον άντρα της, γιατί έσπασε το ποτήρι.

    Большой русско-греческий словарь > вскинуть

  • 4 нестись

    -сусь, -сшься, παρλθ. χρ. несся, -слась, -слось, μτχ. παρλθ. χρ. нсшийся р δ.
    1. κινούμαι, φεύγω, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα•

    всадник -сётся на конё ο καβαλάρης πιλαλάει στο άλογο•

    корабль -сётся по ветру το καράβι σχίζει γοργά τα νερά με ούριο άνεμο.

    || τρέχω γρήγορα. || (για ήχο, μυρουδιά) αναδίδομαι, εκπέμπομαι, διαχέομαι. || σκορπίζομαι στον αέρα ακούομαι•

    отовсюду -сутся радостные голоса από παντού έρχονται χαρούμενες φωνές.

    || μτφ. διαδίδομαι•

    -сутся слухи κυκλοφορούν φήμες.

    2. (για χρόνο) περνώ γρήγορα. || (για γεγονότα)• εξελίσσομαι γρήγορα.
    3. γεννώ αυγά, ωοτοκώ•

    курица -тся η κότα γεννάει.

    4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > нестись

  • 5 пробежать

    ρ.σ.
    1. τρέχω, • περνώ, διαβαίνω. || διανύω, διατρέχω.
    2. διαδίδομαι, απλώνομαι. || ρέω•

    слезинка -ла по щеке ένα δακράκι έτρεξε στο μάγουλο.

    3. μτφ. επαναφέρω νοερά.
    4. μτφ. διαβάζω στα γρήγορα, στα πεταχτά.
    1. τρέχω λίγο• περνώ, διαβαίνω γρήγορα.
    2. διατρέχω, διανύω γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > пробежать

  • 6 проскочить

    -скочу, -скочишь ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω τρέχοντας.
    2. (για χρόνο) παρέρχομαι, φεύγω γρήγορα. || εισέρχομαι, εισδύω γρήγορα•

    собака -ла в отверстие, которое было в заборе το σκυλί μπήκε γρήγορα μέσα από την τρύπα, που ήταν στο φράχτη.

    3. μτφ. εμφανίζομαι, βγαίνω στα φανερά• διολισθαίνω, ξεφεύγω.
    (απλ.) καταφέρνω να γίνω• αναρριχιέμαι•

    он -ил в директора τα κατάφερε να γίνει διευθυντής.

    Большой русско-греческий словарь > проскочить

  • 7 разлететься

    ρ.σ.
    1. πετώ (σε διάφορες κατευθύνσεις)•

    птицы -ли τα πουλιά ηεταξ,αν.

    || σκορπίζωομαι•

    листья -лись τα φύλλα σκόρπισαν.

    2. φεύγω, αναχωρώ προς διάφορες κατευθύνσεις). || μτφ. διαδίδομαι γρήγορα•

    весть -лась η είδηση διαδόθηκε γρήγορα.

    3. συντρίβομαι, θρυμματίζομαι, γίνομαι θρύψαλα πέφτοντας. || μτφ. σκορπίζω, διαλύομαι, χάνομαι•

    разлететься как дым διαλύομαι σαν καπνός•

    наде-зды -лись οι ελπίδες εξανεμίστηκαν (διαλύθηκαν, φυλλορρόησαν).

    4. παίρνω φόρα, επαυ-ξαίνω την ταχύτητα.
    5. (απλ.) τρέχω, πλησιάζω γρήγορα, πετάγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разлететься

  • 8 скорый

    επ., βρ: скор, -а, -о.
    1. ταχύς, γοργός, γρήγορος•

    скорый шаг γοργό βήμα•

    -ое движение γρήγορη κίνηση•

    скорый поезд ταχεία αμαξοστοιχία•

    он скор на работе αυτός είναι γρήγορος στη δουλειά (δουλεύει γρήγορα).

    || ανυπόμονος, βιαστικός.
    2. προσεχής, σύντομος•

    в -ом времени σύντομα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγο;•

    до -го свидания γρήγορα ν' ανταμώσουμε.

    εκφρ.
    - ая помощь – α) πρώτη ιατρική βοήθεια, β) το αυτοκίνητο της υγιεινής περίθαλψης ή των πρώτων βοηθειών; скорый κ. скор на ногу ελαφροπόδαρος, γοργοπόδαρος: скорый κ. скор на руку απλ. α) σβέλτος στη δουλειά, β) καβγατζής•
    на -ую руку – στα πρόχειρα, στα γρήγορα, στα πεταχτά.

    Большой русско-греческий словарь > скорый

  • 9 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

  • 10 быстро

    Русско-греческий словарь > быстро

  • 11 вскоре

    вскоре γρήγορα, σε λίγο, προσεχώς; \вскоре после... αμέσως μετά...
    * * *
    γρήγορα, σε λίγο, προσεχώς

    вско́ре по́сле... — αμέσως μετά...

    Русско-греческий словарь > вскоре

  • 12 вскочить

    вскочить πηδώ αναπηδώ, σηκώνομαι (γρήγορα)
    * * *
    πηδώ; αναπηδώ, σηκώνομαι (γρήγορα)

    Русско-греческий словарь > вскочить

  • 13 мельком

    мельком στα πεταχτά, στα γρήγορα
    * * *
    στα πεταχτά, στα γρήγορα

    Русско-греческий словарь > мельком

  • 14 наскоро

    наскоро βιαστικά, γρήγορα
    * * *
    βιαστικά, γρήγορα

    Русско-греческий словарь > наскоро

  • 15 поспешно

    поспешно βιαστικά, στα γρήγορα
    * * *
    βιαστικά, στα γρήγορα

    Русско-греческий словарь > поспешно

  • 16 скоро

    скоро σε λίγο; γρήγορα (быстро)· он \скоро придёт σε λίγο θα ρθει
    * * *
    σε λίγο· γρήγορα ( быстро)

    он ско́ро придёт — σε λίγο θα ρθει

    Русско-греческий словарь > скоро

  • 17 быстро

    быстро
    нареч γρήγορα, ταχέως, γοργά:
    \быстро сделать что́-л. κάνω κάτι γρήγορα.

    Русско-новогреческий словарь > быстро

  • 18 домчать

    домчать
    сов μεταφέρω γρήγορα, φέρνω γρήγορα.

    Русско-новогреческий словарь > домчать

  • 19 живо

    живо
    нареч
    1. (очень сильно) Εντονα/ καθαρά, εὐκρινώς (отчетливо):
    она мне \живо напоминает сестру́ μοῦ θυμίζει ἐντονα τήν ἀδερφή μου· он \живо помнил все события αὐτός θυμόνταν καθαρά ὅλα τά γεγονότα·
    2. (оживленно) ζωηρά [-ῶς], μέ ζωηρότητα, ζωντανά·
    3. (быстро) разг γρήγορα:
    \живо сбегай за врачом τρέχα γρήγορα νά φωνάξεις τό γιατρό.

    Русско-новогреческий словарь > живо

  • 20 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

См. также в других словарях:

  • γρήγορα — και γλήγορα επίρρ. βλ. γρήγορος …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»