-
1 γεια σου
[я су] дчир. приветΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γεια σου
-
2 до свидания!
γεια χαρά!, χαίρετε! αντίο!; καλή αντάμωση ( до встречи) -
3 здоровый
здоровый υγιής δυνατός, γερός (крепкий) я здоров είμαι καλά ◇ будьте \здоровыйы! χαίρετε!, γεια χαρά! (при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)* * *υγιής; δυνατός, γερός ( крепкий)я здоро́в — είμαι καλά
••бу́дьте здоро́вы! — χαίρετε!, γεια χαρά! ( при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)
-
4 здоровье
здоровье с η υγεία, η γεια как ваше \здоровье? πώς είστε; πώς είναι η υγεία σας; ◇ за ваше \здоровье! στην υγεία σας! носите на \здоровье με γεια τα ρούχα* * *сη υγεία, η γειαкак ва́ше здоро́вье? — πώς είστε; πώς είναι η υγεία σας
за ва́ше здоро́вье! — στην υγεία σας!
носи́те на здоро́вье — με γεια τα ρούχα
-
5 здорово
здо/ рово 1επίρ. (απλ.)1. πολύ• γερά, δυνατά•они вчера здорово выпили αυτοί χτες ήπιαν πολύ•
мы здорово проголодали εμείς πεινάσαμε πολύ.
2. καλά, έντεχνα• επιτήδεια•здорово сделано είναι καλοφτιαγμένο.
здоро/во 2επίφ. (απλ.) γεια σου (σας)•здорово земляк γεια σου πατριώτη•
здорово ребята γεια σας παιδιά.
εκφρ.здорово жившь (живте)! – (απλ.) γεια σου (σας)! (за) здорово жившь (απλ.) χωρίς καμιά αιτία, χωρίς τίποτε, στα καλά καθούμενα.здоро/во 3επίρ.υγιώς. || ως κατηγ. είναι καλό για την υγεία•это для вас здорово αυτό είναι ωφέλιμο για την υγεία σας•
детям здорово спать на воздух για τα παιδιά είναι καλό το να. κοιμούνται στο ύπαιθρο.
-
6 добрый
добрый καλός, αγαθός ◇ в \добрый час! στο καλό!, ώρα καλή! всего \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά будьте добры... έχετε την καλοσύνη να...* * *καλός, αγαθός••в до́брый час! — στο καλό!, ώρα καλή!
всего́ до́брого! — χαίρετε!, γεια χαρά
бу́дьте добры́... — έχετε την καλοσύνη να…
-
7 носить
-
8 оставаться
-
9 простить
прощу, простишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прощённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.1. συγχωρώ•я этого ему не -щу αυτό δε θατου το συγχωρέσω•
-иге меня συγχωρέστε με.
2. μ. παλ. απαλλάσσω•простить долг απαλλάσσω απο το χρέος.
3. (προστκ.) -йте! χαίρετε! έχετε γεια! αφήνω γεια!εκφρ.последнее прости сказать ή послать – (γραπ. λόγος) λέγωτο τελευταίο αντίο, αφήνω για πάντα•прости–прощай – βλ. 3 σημ.αποχαιρετιέμαι με χειραψία. || αφήνω, εγκαταλείπω, χωρίζομαι. || συγχωριέμαι. -
10 кристаллолюминесценция
η φωταύ-γεια του κρυστάλλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кристаллолюминесценция
-
11 радиотермолюминесценция
η φωταύ-γεια προκαλούμενη από ραδιοθερμική διέγερση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиотермолюминесценция
-
12 радиофотолюминесценция
η φωταύ-γεια προκαλούμενη από ακτινοβολία και φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиофотолюминесценция
-
13 термолюминесценция
η θερμοφωταύ-γεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термолюминесценция
-
14 быть
быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы* * *1) ( существовать) είμαι, υπάρχω2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαιгде вы бы́ли? — πού είσαστε
3) ( иметься) έχω, υπάρχωу меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα
в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία
4) (в знач. связки)он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος
••так и быть! — ας είναι!, έστω!
мо́жет быть — ίσως, πιθανό
бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…
бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!
-
15 до
I до свидания! γεια χαρά!, χαίρετε! αντίο! καλή αντά μωση (до встречи) II до 1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε до десяти часов утра μέχρι τις δέκα το πρωί от пяти до десяти часов вечера από τις πέντε με δέκα το βράδυ до сих пор ως τώρα (о времени), ως εδώ (о расстоянии)' до тридцати человек μέχρι τριάν τα άτομα дети до 16 лет τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών 2) (прежде, перед) πριν, προ до нашего прихода πριν να ρθούμε; до нашей эры προ Χριστού* * *1) ως, έως, μέχρι, ίσαμεдо десяти́ часо́в утра́ — μέχρι τις δέκα το πρωί
от пяти́ до десяти́ часо́в ве́чера — από τις πέντε με δέκα το βράδυ
до сих по́р — ως τώρα ( о времени), ως εδώ ( о расстоянии)
до тридцати́ челове́к — μέχρι τριάντα άτομα
де́ти до 16 лет — τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών
2) (прежде, перед) πριν, προдо на́шего прихо́да — πριν να ρθούμε
до на́шей э́ры — προ Χριστού
-
16 здравствуй
= здравствуйте(γεια σου (σας))!; καλημέρα! ( утром и днём); καλησπέρα! ( вечером) -
17 прощай!
= прощайте!αντίο! χαίρε(τε)!, γεια χαρά! -
18 ай
аймежд1. (при выражении боли, испуга) ῶχ!, ἄχ!, ἄ!;2. (при выражении упрека):ай, как нехорошо́! Αχ, τί ἄσχημα!; ◊ ай да молодец! γεια σου λεβέντη μου! -
19 весь
весь(вся, все, все) мест.1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):\весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·2. все ὅλα, τό πᾶν:он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·3. все мн. ὅλοι:все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·4. (целиком, полностью) ὅλος:он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή! -
20 добрый
добр||ыйприл καλός, ἀγαθός:\добрыйые люди οἱ καλοί ἀνθρωποι· \добрый человек ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος· вы слишком \добрыйы ко мие μεγάλη ἡ καλωσύνη σας· ◊ \добрый малый καλός ἄνθρωπος, καλό παιδί, λεβεν-τόπαιδο· \добрыйое имя τό καλό ὀνομα, ἡ καλή φήμη· в \добрый час! ἡ ῶρα ἡ καλή! \добрыйое у́тро!, \добрый день! καλημέρα!· \добрый вечер! καλησπέρα (σας)!· \добрыйой но́чи! καληνύχτα!· всего́ \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή τύχη!· будьте \добрыйы! εὐαρε-στηθήτε νά!, ἐχετε τήν καλωσύνη νά!· \добрыйых три часа ὁλόκληρες τρεϊς ὠρες· чего́ \добрыйого он уедет μπορεί καί νά φύγει· \добрыйая половина τό μισό· по \добрыйой во́ле. εθελοντικά, ἐκούσια· люди \добрыйой воли οἱ ἄνθρωποι καλής θέλησης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γεια — η 1. η υγεία 2. (σε χρήση κυρίως για χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό) γεια, «έχε γεια» ή «έχετε γεια» 3. «αφήνω γεια» αποχαιρετώ και πεθαίνω 4. «με γεια» ευχή γι αυτόν που φορά καινούργια ρούχα ή άλλο είδος αμφίεσης 5. «γεια στα χέρια σου» ως έπαινος… … Dictionary of Greek
γεια — επιφ. ευχ.: Γεια σου, θεία. – Γεια στα χέρια σου. – Με γεια τη φούστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Dance of Zalongo — The term Dance of Zalongo refers to an event in Greek history involving a mass suicide of women from Souli and their children during the Souliote war of 1803, near the village of Zalongo in Epirus. The name also refers to popular dance song… … Wikipedia
υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… … Dictionary of Greek
Modern Greek — (Νέα) Eλληνικά (Nea) Elliniká Spoken in … Wikipedia
Despina Vandi — Déspina Vandí Déspina Vandí Δέσποινα Βανδή Déspina Vandí au BOOM Club à Thessalonique en 2007. Alia … Wikipédia en Français
Despoina Vandi — Déspina Vandí Déspina Vandí Δέσποινα Βανδή Déspina Vandí au BOOM Club à Thessalonique en 2007. Alia … Wikipédia en Français
Despoina vandi — Déspina Vandí Déspina Vandí Δέσποινα Βανδή Déspina Vandí au BOOM Club à Thessalonique en 2007. Alia … Wikipédia en Français
Déspina Vandí — Δέσποινα Βανδή Déspina Vandí au BOOM Club à Thessalonique en 2007. Surnom … Wikipédia en Français
χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… … Dictionary of Greek
Auto-antonym — Enantiodrome redirects here. For the Jungian principle of equilibrium, see Enantiodromia. An auto antonym (sometimes spelled autantonym), or contranym (originally spelled contronym), is a word with a homograph (a word of the same spelling) that… … Wikipedia