-
1 βόρειος
[вориос] επ. северный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βόρειος
-
2 северный
βόρειος, βορεινός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > северный
-
3 северный
-
4 северный
επ.βορινός, βόρειος•северный ветер βόρειος άνεμος, ο βοριάς•
северный народ βόρειος λαός•
северный полюс βόρειος πόλος•
-ое направление βόρεια κατεύθυνση.• -ая Греция η βόρεια Βλλάδα.
εκφρ.- ая пальмира – παλ. η Πετρούπολη•северный полюс машита – ο θετικός πόλος του μαγνήτη. -
5 северный
север||ныйПрил. βόρειος, βορεινός:\северныйный ветер ὁ βόρειος ἄνεμος, ἡ τραμουντάνα, ὁ βοριάς· \северныйный полюс ὁ βόρειος πόλος· \северныйное сийние τό βόρειον σέλας. -
6 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
7 полюс
-
8 Северный Ледовитый океан
-
9 нордовый
επ.βόρειος•нордовый ветер βόρειος άνεμος, βοριάς, τραμουντάνα.
-
10 полюс
1. (точка пересечения воображаемой оси вращения Земли с земной поверхностью) о πόλος 2. (вывод, зажим) о πόλος, ο ακροδέκτης-возбуждения эл. - της διέγερσηςглавный - эл. κύριος -дополнительный - эл. βοηθητικός -, ενδιάμεσος -основной эл. - главный -отрицательный - эл. αρνητικός -положительный - эл. θετικός -разноимённый - ετερώνυμος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полюс
-
11 полюс
полюсм в разн. знач. ὁ πόλος:северный \полюс ὁ βόρειος πόλος· южный \полюс ὁ νότιος πόλος· положительный (отрицательный) \полюсό θετικός (ό ἀρνητικός) πόλος. -
12 северо-запад
северо-запад л τά βορειοδυτικά, ἡ βορειοδυτική περιοχή. северо-западны., прил βορειοδυτικός. северянин м ὁ βόρειος. севооборот м с.-х. ἡ ἀμειψισπορά, ἡ ἀμειψισπορία, ἡ ἀλληλοσπορά. севрюга ж ὁ ὀξύρρυγχος, τό μερσίνι. сегмент м1. шт. τό τμήμα·2. биол. τό ἀρθρο[ν]. -
13 северный
[σιέβιρνυΤ] εκ. βόρειος -
14 северянин
[σιεβιεργιάνιν] ουσ. α βόρειος -
15 северный
[σιέβιρνυΤ] επ βόρειος -
16 северянин
[σιεβιεργιάνιν] ουσ α βόρειος -
17 ледовитый
επ.παγωμένος•северный ледовитый океан Βόρειος Παγωμένος ωκεανός.
-
18 норд
-а α.βοριάς (σημείο του ορίζοντα ή βόρειος άνεμος). -
19 полночный
полуночныйεπ.1. μεσονύχτιος.2. παλ. βόρειος, βορινός. -
20 полюс
-а α.πόλος•северный, южный полюс ο βόρειος και ο νότιος πόλος•
положительный и отрицательный полюс (φυσ.) θετικός και αρνητικός πόλος•
магнитный полюс μαγνητικός πόλος•
теория двух -ов (μτφ.) η θεωρία των δυο πόλων.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βόρειος — from the quarter of the north wind masc nom sg βόρειος from the quarter of the north wind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρειος — α, ο (AM βόρειος, α, ον, Α και βορήιος, η, ον, ιων. τ.) [Βορέας] αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή είναι στραμμένος προς αυτόν ή, τέλος, προέρχεται απ αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια πλευρά του ναού», «βόρειος άνεμος») αρχ. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
Βόρειος Eυβοϊκος Κόλπος — Sp Šiáurės Eubòjos įlanka Ap Βόρειος Eυβοϊκος Κόλπος/Voreios Evvoïkos Kolpos L Egėjo j. tarp Eubojos ir žemyno Graikijos … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
βόρειος — α, ο επίρρ. βόρεια,1. αυτός που βρίσκεται στο βορρά ή στρέφεται προς αυτόν ή προέρχεται απ’ αυτόν: Πολλές μελέτες για το κλίμα της Γης γίνονται στο βόρειο πόλο. 2. ως ουσ., ο κάτοικος βόρειων χωρών: Οι Βόρειοι περνούν τις καλοκαιρινές διακοπές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βόρειος Παγωμένος ωκεανός — Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός … Dictionary of Greek
Βόρειος Στέφανος — (Αστρον.). Αστερισμός στο βόρειο ημισφαίριο, ορατός με γυμνό μάτι, που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών του Βοώτη, του Όφη και του Ηρακλή και διακρίνεται εύκολα από τη διάταξη των αστέρων του σε ημικύκλιο με μεγάλη λαμπρότητα. Ο λαμπρότερος από… … Dictionary of Greek
Ντβινά, Βόρειος — (ρωσ. Severnyaya Dvina). Ποταμός (1.302 χλμ.) της Ρωσίας, που εκβάλλει στη Λευκή θάλασσα. Σχηματίζεται στο Βελίκι Ουστγιούγκ, στα Β των Βόρειων Ουβάλι από τη συνένωση των ποταμών Σουχόνα και Γιουγκ· ρέει από τις πηγές του Σουχόνα με κύρια… … Dictionary of Greek
βορειότερον — βόρειος from the quarter of the north wind adverbial comp βόρειος from the quarter of the north wind masc acc comp sg βόρειος from the quarter of the north wind neut nom/voc/acc comp sg βόρειος from the quarter of the north wind adverbial comp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορειοτάτων — βόρειος from the quarter of the north wind fem gen superl pl βόρειος from the quarter of the north wind masc/neut gen superl pl βόρειος from the quarter of the north wind fem gen superl pl βόρειος from the quarter of the north wind masc/neut gen… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορειοτέραις — βόρειος from the quarter of the north wind fem dat comp pl βορειοτέρᾱͅς , βόρειος from the quarter of the north wind fem dat comp pl (attic) βόρειος from the quarter of the north wind fem dat comp pl βορειοτέρᾱͅς , βόρειος from the quarter of the … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορειοτέρων — βόρειος from the quarter of the north wind fem gen comp pl βόρειος from the quarter of the north wind masc/neut gen comp pl βόρειος from the quarter of the north wind fem gen comp pl βόρειος from the quarter of the north wind masc/neut gen comp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)