Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Αφροδίτη

См. также в других словарях:

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • Ἀφροδίτη — Ἀφροδί̱τη , Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδίτη — ἀφροδί̱τη , Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδίτῃ — Ἀφροδί̱τῃ , Ἀφροδίτη Aphrodite fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδίτῃ — ἀφροδί̱τῃ , Ἀφροδίτη Aphrodite fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γρηγοριάδου, Αφροδίτη — (Ρωσία 1940 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και με την αποφοίτησή της, το 1962, έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο στο έργο του Πιραντέλο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Λίγο νωρίτερα είχε… …   Dictionary of Greek

  • Κνιδία Αφροδίτη — Επίκληση της Αφροδίτης στην Κνίδο της Καρίας και άγαλμα της θεάς, που φιλοτέχνησε ο Πραξιτέλης. Το άγαλμα αυτό αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς ως ένα από τα καλύτερα έργα του γλύπτη. Κατά τον Λουκιανό, ο οποίος το είδε, ήταν κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • Λαουτάρη, Αφροδίτη — (1897 – 1975). Ηθοποιός του ελαφρού μουσικού θεάτρου. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία στη χορωδία οπερέτας του θεάτρου Παπαϊωάννου. Η πλούσια φωνή της και οι σκηνικές της επιτυχίες την ανέδειξαν πρωταγωνίστρια στο έργο Πικ Νικ των… …   Dictionary of Greek

  • АФРОДИТА —    • Άφροδίτη,          Venus, по Гомеру (Iliad. 5, 1, 371. 428), дочь Зевса и Дионы, по Гесиоду (Hesiod. theog. 190), произошла из морской пены (αφρός) и вышла на сушу на острове Кипр (отсюда ηφρογένεια, Άναδυμένη, Κυπρογένεια). Это богиня… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀφροδῖται — Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδῖται — Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»