) 2) το γύμνασμα (
1γύμνασμα — an exercise neut nom/voc/acc sg …
2γύμνασμα — το (AM γύμνασμα) [γυμνάζω] σωματική ή πνευματική άσκηση …
3γύμνασμα — το κάθε σωματική ή πνευματική άσκηση: Χρειάζομαι τη βοήθειά σου στα μουσικά γυμνάσματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4γυμνασμάτων — γύμνασμα an exercise neut gen pl …
5γυμνάσμασι — γύμνασμα an exercise neut dat pl …
6γυμνάσμασιν — γύμνασμα an exercise neut dat pl …
7γυμνάσματα — γύμνασμα an exercise neut nom/voc/acc pl …
8γυμνάσματι — γύμνασμα an exercise neut dat sg …
9γυμνάσματος — γύμνασμα an exercise neut gen sg …
10VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… …