) 2) το γύμνασμα (

  • 11άσκημα — (I) ἄσκημα, το (Α) [ασκώ] 1. το γύμνασμα 2. μονάδα στρατού. (II) και άσχημα επίρρ. βλ. άσχημος …

    Dictionary of Greek

  • 12αγώνισμα — το (Α ἀγώνισμα) [ἀγωνίζομαι] 1. συναγωνισμός, διαγωνισμός 2. αθλητικός αγώνας, άθλημα αρχ. 1. σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη 2. κατόρθωμα, επίτευγμα 3. έπαθλο 4. έκβαση, αποτέλεσμα, συνέπεια 5. ρητορικό γύμνασμα 6. επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 13γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …

    Dictionary of Greek

  • 14εμμελέτημα — ἐμμελέτημα, το (AM) γύμνασμα, άσκηση …

    Dictionary of Greek

  • 15επάσκημα — ἐπάσκημα, το (Α) πολεμική μέθοδος, σύστημα μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άσκημα «γύμνασμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 16επιδεκτικός — ή, ό (AM ἐπιδεκτικός, ή, όν) [επιδέχομαι] αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτι («επιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.) αρχ. 1. κατάλληλος να έχει κάτι («οὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ… …

    Dictionary of Greek

  • 17θεματογραφία — η 1. η ενέργεια τού θεματογραφώ, το να γράφει κάποιος θέματα 2. η άσκηση, το γύμνασμα με θέματα 3. βιβλίο που περιέχει θέματα για εξάσκηση («λατινική θεματογραφία») 4. ειρων. επιτηδευμένο άρθρο ή πραγματεία για γλωσσική επίδειξη ή απλοϊκό και… …

    Dictionary of Greek

  • 18μελέτημα — το (ΑM μελέτημα) [μελετώ] νεοελλ. 1. το προϊόν τής μελέτης, τής σπουδής, η πραγματεία, η διατριβή («ιστορικά μελετήματα») 2. το να αναφέρει κανείς κάποιον ή κάτι με το όνομά του, η αναφορά, η μνεία κάποιου («και το μελέτημά του, απλώς, μέ… …

    Dictionary of Greek

  • 19ՄԵՐԿԱԿՐԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0254 Chronological Sequence: Unknown date, 10c գ. ՄԵՐԿԱԿՐԹՈՒԹԻՒՆ ՄԵՐԿԱԿՐՈՒԹԻՒՆ. γυμνασία, γύμνασμα exercitstio nuda եւն. Կրթութիւն մերկակռիւ մրցման կամ խաղուց, եւ ʼի մերկուց գանից. *Հանդէսս ʼի մերկակրթուըիւն (կամ մերկամարտութիւն) ըմբշաց …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 20ՄԵՐԿԱԿՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0254 Chronological Sequence: Unknown date, 10c գ. ՄԵՐԿԱԿՐԹՈՒԹԻՒՆ ՄԵՐԿԱԿՐՈՒԹԻՒՆ. γυμνασία, γύμνασμα exercitstio nuda եւն. Կրթութիւն մերկակռիւ մրցման կամ խաղուց, եւ ʼի մերկուց գանից. *Հանդէսս ʼի մերկակրթուըիւն (կամ մերկամարտութիւն) ըմբշաց …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)