) υποθέτω

  • 41υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …

    Dictionary of Greek

  • 42υποθετικός — ή, ό / ὑποθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποτίθημι / ὑποθέτω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόθεση ή αυτός που διατυπώνεται ή υπάρχει μόνον ως υπόθεση («α. «υποθετικός κίνδυνος» β. «ὑποθετικὰ κέρδη», Αρρ.) νεοελλ. φρ. α) «υποθετικοί σύνδεσμοι» γραμμ …

    Dictionary of Greek

  • 43υποπτεύομαι — ὑποπτεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποπτεύω ΜΑ [ὕποπτος / ὑπόπτης] (μσν. αρχ. και ενεργ.) 1. έχω υποψίες, υποψιάζομαι (α. «συνεχώς μέ υποπτεύεται» β. «ὁ δὲ τύραννος ὅταν ὑποπτεύσῃ καὶ αἰσθανόμενος τῷ ὄντι ἀντιπραττομένους τινὰς ἀποκτείνῃ», Ξεν.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 44υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …

    Dictionary of Greek

  • 45υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… …

    Dictionary of Greek

  • 46φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… …

    Dictionary of Greek

  • 47φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …

    Dictionary of Greek

  • 48υποτίθεται — υποτίθεται, (να υποτεθεί) (ως απρόσ.) Σημειώσεις: (υποθέτω) – υποτίθεται : ο αόριστος υποτακτικής χρησιμοποιείται κυρίως σε εκφρ. όπως: αν υποτεθεί αν υποθέσει κανείς, στην περίπτωση που ...). Εύχρηστη είναι και η μτχ. υποτιθέμενος αυτός για τον… …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 49νομίζω — νόμισα, νομίστηκα, μτβ. και αμτβ. 1. έχω τη γνώμη, υποθέτω, θαρρώ: Νομίζω πως ο πόλεμος δεν είναι πιθανός. 2. θεωρώ κάτι ή κάποιον ως κάτι: Δε σε νομίζω ικανό για τη δουλειά αυτή …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 50προϋποθέτω — προϋπέθεσα 1. υποθέτω κάτι από πριν, παίρνω κάτι ως δεδομένο. 2. εξαρτώμαι από ορισμένο όρο: Η κάθε επιτυχία προϋποθέτει σοβαρή δουλειά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)