) το χέρι 2) (

  • 81κουλαίνω — και κουλλαίνω [κουλός] 1. κάνω κάποιον κουλό, ανάπηρο στα χέρια («κουλάθηκε στον πόλεμο») 2. χτυπώ το χέρι κάποιου και τόν κάνω να παραλύσει από τον πόνο («τού έριξε το βιβλίο πάνω στο χέρι και τόν κούλανε») …

    Dictionary of Greek

  • 82κοψοχερίζω — (Μ) κόβω το χέρι ή τα χέρια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + χερ ίζω (< χέρι), πρβλ. κατα χερίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 83κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 84κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 85κόρνο — Ονομασία κατηγορίας πνευστών οργάνων, τα οποία συνήθως έχουν κωνικό άνοιγμα. Ο ήχος στο κ. παράγεται από τη δόνηση που προκαλεί ο εκτελεστής με τα χείλη του μέσω ενός επιστομίου (όπως στην τρομπέτα). Τα φυσικά κ. (από κέρατα ζώων), τα οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 86κύκλιος — α, ο (AM κύκλιος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [κύκλος] 1. στρογγυλός, κυκλικός («κυκλία ἀσπίς», Αρχέστρ.) 2. φρ. κύκλιος χορός» κάθε χορός που χορεύεται από πολλά άτομα τα οποία, πιασμένα χέρι χέρι, σχηματίζουν κύκλο και ο οποίος, στην αρχαία εποχή,… …

    Dictionary of Greek

  • 87λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …

    Dictionary of Greek

  • 88μάνι μάνι — επίρρ. πολύ γρήγορα, αμέσως («θα τά γράψω μάνι μάνι και θα τά ταχυδρομήσω»). [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ιταλ. φρ. (di) mano (in) mano «από χέρι σε χέρι»] …

    Dictionary of Greek

  • 89μαίομαι — μαίομαι, αιολ. τ. και μάομαι (Α) 1. αναζητώ, ερευνώ («ἥ τ ὄρνισι κατοικιδίῃσιν ὄλεθρον μαίεται», Νικ.) 2. επιδιώκω, επιζητώ, επιθυμώ («μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῑν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μαίομαι πιθ. < *μασ jο μαι, με …

    Dictionary of Greek

  • 90μακρόχειρας — ο, η (Α μακρόχειρ, ειρος) 1. αυτός που έχει μακριά χέρια 2. αυτός που το ένα του χέρι είναι πιο μακρύ από το άλλο νεοελλ. αυτός που αρπάζει ξένα πράγματα αρχ. ως κύριο όν. ὁ Μακρόχειρ προσωνυμία τού Αρταξέρξη Α , επειδή το ένα του χέρι ήταν πιο… …

    Dictionary of Greek