) το χέρι 2) (

  • 71εγγύς — επίρρ. (AM ἐγγύς) 1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση 2. (για χρόνο) κοντά 3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω 4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως 5. οι εγγύς οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με… …

    Dictionary of Greek

  • 72ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 73εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 74εργόχειρο — το (AM ἐργόχειρον) 1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα 2. χειρωνακτική εργασία μοναχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι») πρβλ. ιδιό χειρος, πρό χειρος κ.λπ.] …

    Dictionary of Greek

  • 75ετεροχειρία — η [ετερόχειρ] ιατρ. 1. η ιδιότητα τού ετερόχειρος, το να έχει κανείς ένα μόνο χέρι ή το να χρησιμοποιεί καλά μόνο το ένα χέρι 2. ιατρ. διαταραχή τής αισθητικότητας, κατά την οποία ένας ερεθισμός σε ένα σημείο τού δέρματος, π.χ. στη δεξιά κνήμη,… …

    Dictionary of Greek

  • 76ετερόχειρ — ο, η (Α ἑτερόχειρ) 1. αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, ο μονοχέρης, ο κουλός νεοελλ. αυτός που χειρίζεται καλά μόνο το ένα χέρι αρχ. ο αριστερόχειρας, ο ζερβοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χειρ] …

    Dictionary of Greek

  • 77ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …

    Dictionary of Greek

  • 78ζερβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα. 1. Ανδρέας. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις από το 1821 έως το 1823, ως ναύτης σε διάφορα πλοία. Από το 1823 έως το 1827 υπηρέτησε ως υποπλοίαρχος στο σκάφος του Σαχίνη. Μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 79ζουγλοχέρης — α, ικο ανάπηρος στο χέρι, κουλοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουγλός + χέρι] …

    Dictionary of Greek

  • 80ιδιόχειρος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ ιδιόχειρος, ον) αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το χέρι κάποιου («ιδιόχειρος διαθήκη») νεοελλ. φρ. «ιδιόχειρη επίδοση τής επιστολής» η παράδοση τής επιστολής στα χέρια αυτού προς τον οποίο απευθύνεται μσν. το ουδ. ως …

    Dictionary of Greek