) το χέρι 2) (

  • 51Cypriot Greek — This article is about the modern Greek dialect of Cyprus. For the ancient Greek dialect, see Arcadocypriot. History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) …

    Wikipedia

  • 52Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 53έχερη — και όχερη, η το μέρος τού αρότρου που κρατά ο γεωργός για να κατευθύνει το ζευγάρι, η εχέτλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + χέρι (< χέρι ον, υποκορ. τού αρχ. χειρ, χειρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 54αγκαζέ — 1. (ως μτχ.) κατειλημμένος, δεσμευμένος εκ τών προτέρων 2. (ως επίρρ.) κρατώντας ο ένας τον άλλο, με το χέρι περασμένο κάτω από το λυγισμένο χέρι τού άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος)] …

    Dictionary of Greek

  • 55αδηφαγία — Θεά της πολυφαγίας στην αρχαία Σικελία, όπου υπήρχε και ναός της. Η Α. ήταν μια γυναίκα με μεγάλη κοιλιά, που πλησίαζε το ένα χέρι γεμάτο φαγητά προς το στόμα, ενώ ταυτόχρονα άπλωνε το άλλο χέρι για να πάρει κι άλλα. Κοντά της στεκόταν συνήθως… …

    Dictionary of Greek

  • 56αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …

    Dictionary of Greek

  • 57ακριβοχέρης — α, ικο αυτός που έχει «ακριβό χέρι», σφιχτοχέρης, τσιγγούνης, παραδόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + χέρι] …

    Dictionary of Greek

  • 58αντιτυπία — η (Α ἀντιτυπία) νεοελλ. αίσθημα κυματοειδούς κίνησης αντιληπτό στο χέρι που εφάπτεται στο κοιλιακό τοίχωμα όταν ο εξεταστής χτυπά ελαφρά με το άλλο χέρι το αντίστοιχο σημείο της κοιλιάς στο αντίθετο πλάγιο αρχ. 1. αντίσταση σκληρού σώματος 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 59απλοχερίζω — 1. απλώνω το χέρι για να πιάσω κάτι 2. απλώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον 3. δίνω ελεημοσύνη σε κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 60αποχερίζω — (Μ ἀποχειρίζω) νεοελλ. τελειώνω μια εργασία, δίνω το τελευταίο χέρι μσν. αποκόπτω χέρι, ακρωτηριάζω …

    Dictionary of Greek