) το χέρι 2) (

  • 121συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …

    Dictionary of Greek

  • 122συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …

    Dictionary of Greek

  • 123συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …

    Dictionary of Greek

  • 124χαρακτική — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το σύνολο των γραφικών μεθόδων που περιλαμβάνουν την αποτύπωση ενός σχεδίου επάνω σε μόνιμη μήτρα και από εκεί τη μεταφορά του σε χαρτί ή άλλο υλικό. Η αποτύπωση του σχεδίου στη μήτρα γίνεται με την τεχνική της …

    Dictionary of Greek

  • 125χείραργος — ὁ, Α αυτός που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το χέρι του, που έχει χέρι παράλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἀργός (πρβλ. γλώσσ αργος, πόδ αργος)] …

    Dictionary of Greek

  • 126χειροκρατώ — χειροκρατῶ, έω, ΝΜ, και χεροκρατώ Ν, και χειρακρατῶ Μ κρατώ κάποιον με το χέρι ή από το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρατῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 127χειροληπτώ — έω, Α πιάνω με το χέρι, παίρνω με το χέρι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ληπτῶ (< λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. προσωπο ληπτώ] …

    Dictionary of Greek

  • 128χειρόγραφο — Κείμενο γραμμένο με το χέρι, συνήθως με αντιδιαστολή προς το έντυπο κείμενο. Στην παλαιογραφία ο όρος δηλώνει το γραμμένο με το χέρι βιβλίο, που ήταν κυρίως σε χρήση κατά την όψιμη αρχαιότητα και κατά τον Μεσαίωνα, δηλαδή πριν από την εφεύρεση… …

    Dictionary of Greek