) το χάρισμα

  • 91δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… …

    Dictionary of Greek

  • 92είροψ — εἶροψ, ο (Α) μέροψ, αυτός που έχει το χάρισμα τού έναρθρου λόγου, άνθρωπος …

    Dictionary of Greek

  • 93εξορκισμός — Πρακτική εξαγνισμού για την εξουδετέρωση των μιασμάτων (που στις διάφορες θρησκείες συνδέονται με την έννοια της ακαθαρσίας) και των κακοποιών επιδράσεων πνευμάτων, νεκρών, μάγων κλπ. Ο ε. ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα και… …

    Dictionary of Greek

  • 94θάρρισμα — θάρρισμα, τό (Μ) το θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαρρεύω ή θαρρώ κατά τα παρ. τών ρημάτων σε ίζω (πρβλ. χάρισμα < χαρίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 95καλλιοτέρισμα — καλλιοτέρισμα, τὸ (Μ) [καλλιοτερίζω] χάρισμα …

    Dictionary of Greek

  • 96κανίσκι — το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον) μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο νεοελλ. μσν. 1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα 2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες… …

    Dictionary of Greek

  • 97κανισκεύω — (Μ κανισκεύω και κανισκεύγω) [κανίσκι] στέλνω κανίσκι με δώρα, κάνω δώρο σε κάποιον, χαρίζω μσν. 1. δίνω κάτι χάρισμα, ξεπουλώ κάποιον ή κάτι 2. δωροδοκώ κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 98κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …

    Dictionary of Greek

  • 99κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …

    Dictionary of Greek

  • 100μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… …

    Dictionary of Greek