) το χάρισμα

  • 81αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 82αποχαρίζομαι — ἀποχαρίζομαι (AM) χαρίζω, δίνω χάρισμα …

    Dictionary of Greek

  • 83αυδήεις — αὐδήεις, εσσα, εν (Α) [αυδή] 1. αυτός που έχει λαλιά, ο προικισμένος με το χάρισμα του λόγου 2. (για θεό) αυτός που χρησιμοποιεί ανθρώπινη γλώσσα 3. (για λόγο ή ήχο) αυτός που εκδηλώνεται με τη φωνή 4. εκείνος που έχει φωνή, που είναι ζωντανός …

    Dictionary of Greek

  • 84αχαρίτωτος — ἀχαρίτωτος, ον (Μ) [χαριτώ ( ώνω)] 1. αυτός που δεν έχει καμιά χάρη, ο άχαρος 2. αυτός που δεν έχει κανένα χάρισμα, ο κακός …

    Dictionary of Greek

  • 85βασίλισσα — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από τη Νικομήδεια και έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284 304). Η μνήμη της τιμάται στις 3 Σεπτεμβρίου. 2. Σύζυγος του Μαξέντιου. Σκοτώθηκε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Νοεμβρίου …

    Dictionary of Greek

  • 86γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …

    Dictionary of Greek

  • 87γλωσσολαλία — η (AM γλωσσολαλία) το να μιλάει κανείς πολλές γλώσσες, η γλωσσομάθεια (αρχ. μσν.) το χάρισμα με θεϊκή επιφοίτηση να μιλά κανείς ξένες γλώσσες χωρίς να τίς έχει διδαχθεί …

    Dictionary of Greek

  • 88διάκριση — η (AM διάκρισις) [διακρίνω] διαστολή, διαχωρισμός, ξεχώρισμα νεοελλ. 1. διαφορά 2. επίγνωση, συναίσθηση 3. διακριτικότητα, ευπρέπεια 4. προτίμηση 5. αντίληψη διαφοράς 6. πληθ. διακρίσεις δυσμενής μεταχείριση κατηγοριών ανθρώπων για λόγους… …

    Dictionary of Greek

  • 89δοσμός — δοσμός, ο (Μ) 1. βοήθεια, χάρισμα 2. δικαίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ) δοσ (βλ. λ. δίνω) + (κατάλ.) μος] …

    Dictionary of Greek

  • 90δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… …

    Dictionary of Greek