) το χάρισμα

  • 111σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …

    Dictionary of Greek

  • 112ταλέντο — Η συγκέντρωση σε ένα άτομο εξαιρετικών ικανοτήτων που του δίνει τη δυνατότητα ιδιαίτερης επιτυχίας σε κάποια επιδίωξη. Το τ. πρέπει να διακριθεί σε γενικό και ειδικό. Για παράδειγμα μια γενική διανοητική ικανότητα εξασφαλίζει την επιτυχία σε όλα… …

    Dictionary of Greek

  • 113χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …

    Dictionary of Greek

  • 114χαρισματικός — ή, ό, Ν [χάρισμα, ίσματος] αυτός που έχει πολλά χαρίσματα, πολλά προσόντα («χαρισματικός ηγέτης») …

    Dictionary of Greek

  • 115χαρισματούχοι — οι, Ν θρησκειολ. (κυρίως στις πρωτόγονες θρησκείες) θρησκευτικοί ηγέτες τών οποίων η ανάδειξη οφειλόταν στα προσωπικά τους χαρίσματα και οι οποίοι έχαναν τη δύναμη και την επιβολή τους μόλις τα χαρίσματά τους αυτά εξέλιπαν ή τούς τά αμφισβητούσαν …

    Dictionary of Greek

  • 116Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… …

    Dictionary of Greek

  • 117Αιθαλίδης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Ευπολέμειας, κόρης του Μυρμιδόνα, που τον γέννησε κοντά στη θεσσαλική πόλη Αλόπη. Ο Ερμής του έδωσε το χάρισμα να μπορεί να ζει μια μέρα στη γη και την άλλη στον Άδη και τον προίκισε με εκπληκτική μνήμη,… …

    Dictionary of Greek

  • 118Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …

    Dictionary of Greek

  • 119Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 120δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… …

    Dictionary of Greek