) το πορτοκάλι 2) (
91μηλοκίτριον — μηλοκίτριον, τὸ (Α) το πορτοκάλι ή το λεμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κίτριον «κίτρο»] …
92μιμητίτης — ο (ορυκτ.) αρσενικικό χλωριούχο ορυκτό τού μολύβδου, με χρώμα από καστανό ώς ελαιοπράσινο, κίτρινο ή πορτοκαλί, μέλος τής σειράς τού πυρομορφίτη, ο οποίος ανήκει στην ομάδα τού απατίτη τών φωσφορικών ορυκτών, αλλ. μιμητησίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια …
93νεραντζιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Κορινθίας. * * * και νεραντζέα, η (Μ νεραντζέα) κοινή σήμερα ονομασία τού εσπεριδοειδούς Citrus aurantium, γνωστού και ως χρυσομηλιά, κιτρομηλιά και ξινονεραντζιά, που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς… …
94ξεζουμίζω — 1. βγάζω το ζουμί από κάτι πιέζοντας το, στίβω («ξεζουμίζω το πορτοκάλι») 2. (σχετικά με φαγητό) αλλάζω το νερό, ξενερίζω («ξεζούμισα τα φασόλια») 3. απομυζώ, εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά και σωματικά κατά κόρον 4. (για γυναίκα) εξαντλώ… …
95οπάλιος — και οπάλλιος, ο (Α ὀπάλλιος) ορυκτό ένυδρο διοξείδιο τού πυριτίου το οποίο αποτελεί υπομικροκρυσταλλική ποικιλία τού χριστοβαλίτη και είναι κατά βάσιν άχρωμο αλλά απαντά συνήθως σε προσμίξεις, που τού προσδίδουν αδιαφανή χρώματα, τα οποία… …
96πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… …
97πινάγκα — (pinanga). Δέντρο της οικογένειας των Φοινικιδών ή Παλμιδών. Αριθμεί 50 περίπου είδη, που ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές της Ασίας και της Ωκεανίας. Η π. είναι δέντρο πολύ ψηλό. Ο κορμός του είναι όρθιος και λεπτός, τα φύλλα του πτεροειδή και… …
98πορτοκαλάδα — η, Ν αναψυκτικό ποτό από χυμό πορτοκαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι + κατάλ. άδα (πρβλ. βυσσιν άδα] …
99πουφίνος — Όνομα διαφόρων στεγανόποδων πτηνών της τάξης των προκελαριόμορφων. Οι π. χαρακτηρίζονται είτε από την κερατίνη επένδυση, χωρισμένη σε πολλά τμήματα με την οποία είναι εφοδιασμένη η πάνω γνάθος, είτε από δύο σωλήνες, τοποθετημένους στα πλευρά του… …
100πυρανθρόνη — η, Ν χημ. πολυκυκλική οργανική ένωση που είναι χρωστική ύλη τής ομάδας τού ινδανθρενίου και προσδίδει στο βαμβάκι πορτοκαλί απόχρωση …