) το πορτοκάλι 2) (

  • 81λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …

    Dictionary of Greek

  • 82λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… …

    Dictionary of Greek

  • 83λεοντόκηβος — (Leontocebus). Γένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Έχουν παχύ τρίχωμα, φουντωτή ουρά και κοντό ρύγχος. Το γένος περιλαμβάνει αρκετά είδη της Νότιας Αμερικής τα οποία έχουν ζωηρό πορτοκαλί τρίχωμα και ζουν πάνω στα δέντρα… …

    Dictionary of Greek

  • 84λουτεολίνη — Χρωστική που βρίσκεται κυρίως στο φυτό Reseda luteola, της οικογένειας των ρεζεντιδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Έχει σημείο τήξης 329°C, βάφει το βαμβάκι πορτοκαλί ύστερα από πρόστυψη με άλατα αργίλιου και είναι γνωστή ως χρώμα ήδη από… …

    Dictionary of Greek

  • 85λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… …

    Dictionary of Greek

  • 86μάμπι — το 1. βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Colubrina reclinata 2. εμπορική ονομασία τής σκληρής ξυλείας αυτού τού δένδρου, το οποίο έχει φλοιό με σκούρο πορτοκαλί χρώμα και σκούρο καστανό ξύλο με κίτρινη απόχρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου …

    Dictionary of Greek

  • 87μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …

    Dictionary of Greek

  • 88μανδραγόρας — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της νότιας Ευρώπης και αυτοφυής στην Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandragora officinarum. Έχει κοντό βλαστό, ύψους 10 25 εκ., με μεγάλα, ωοειδή, ακέραια φύλλα που… …

    Dictionary of Greek

  • 89μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… …

    Dictionary of Greek

  • 90μηδικός — ή, ό (ΑΜ μηδικός, ή, ον, θηλ. και μηδίκη) [Μήδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους (α. «μηδική ἐσθής» μεταξωτά ενδύματα β. «μηδ εἰ στράτευμα πλεῑον ἦ τὸ Μηδικόν», Αισχύλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μηδική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …

    Dictionary of Greek