) το πορτοκάλι 2) (

  • 71καρική — (Carica). Γένος φυτών των τροπικών χωρών, που φέρει τα χαρακτηριστικά του φοίνικα. Αν και χαρακτηρίζεται ως δέντρο, στην πραγματικότητα πρόκειται για θάμνο, ύψους μέχρι 9 μ., χωρίς κλαδιά, με επτάλοβα παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα και μαλακά, τα οποία …

    Dictionary of Greek

  • 72καροτένιο — το (βιοχ.) ομάδα οργανικών ενώσεων με κόκκινο, πορτοκαλί ή κίτρινο χρώμα που είναι ευρέως διαδεδομένες σε φυτά και ζώα και μετατρέπονται σε βιταμίνη Α στο ήπαρ πολλών ζώων …

    Dictionary of Greek

  • 73καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …

    Dictionary of Greek

  • 74καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… …

    Dictionary of Greek

  • 75κατιφές — Κοινή ονομασία ετήσιων ανθόφυτων. Οι κ. κατατάσσονται σε δύο ομάδες ποικιλιών: στους όρθιους και υψηλούς, που προήλθαν από το είδος ταγέτης ο ορθοφυής, και στους κατακείμενους (νάνοι), που προήλθαν από τον ταγέτη τοναναπεπταμένο. Και τα δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 76κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …

    Dictionary of Greek

  • 77κουμκουάτ — ή κουμκάτ, το 1. βοτ. κοινή ονομασία μικρών εσπεριδοειδών τού γένους φορτουνέλα 2. είδος κερκυραϊκού λικέρ που παρασκευάζεται από το είδος φορτουνέλας που καλλιεργείται στην Κέρκυρα κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. kumquat (<… …

    Dictionary of Greek

  • 78κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… …

    Dictionary of Greek

  • 79κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …

    Dictionary of Greek

  • 80κρεόζωτο — Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την… …

    Dictionary of Greek