) το πορτοκάλι 2) (

  • 61αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …

    Dictionary of Greek

  • 62ανανάς — Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βρομελιδών, ιθαγενές της τροπικής Νότιας Αμερικής. Είναι μεγάλη πολυετής πόα και έχει πολύ μικρό βλαστό, με θυσανοειδή ρόδακα, από μακριά και σαρκώδη φύλλα, με χείλη οδοντωτά και αγκαθωτά. Από το κέντρο του …

    Dictionary of Greek

  • 63αστράκι — Κοινή ονομασία φυτών με πλούσια ανθοφορία, στον τύπο της μαργαρίτας, των γενών αστήρ και καλλίστεφος, της οικογένειας των συνθέτων. Το όνομα α. οφείλεται στο γεγονός ότι το άνθος τους μοιάζει με άστρο. Μεταξύ των τριών αυτοφυών της ελληνικής… …

    Dictionary of Greek

  • 64γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 65ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 66εχινοειδή — Ομοταξία εχινόδερμων ζώων. Τo σώμα τους αποτελείται από δύο ασβεστολιθικές πλάκες ενωμένες μεταξύ τους, που σχηματίζουν ένα στρογγυλό όστρακο που φέρει αγκάθια. Αν αφαιρεθούν τα αγκάθια, τότε φαίνεται η διάταξη των πλακών, σε πέντε ζώνες με… …

    Dictionary of Greek

  • 67κάρθαμος — Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. ο βαφικός. Ο κ. είναι ιθαγενής της μεσογειακής Ασίας, ενώ στην Ελλάδα είναι ημιαυτοφυής. Ο βλαστός του είναι όρθιος ύψους 0,60 1,50 μ., από τον οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 68κέδρινος — ή, ο (Α κέδρινος ίνη, ον) [κέδρος] 1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα») 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον πάπ. το πορτοκαλί χρώμα …

    Dictionary of Greek

  • 69κίβος — (Cebus). Γένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας των κιβιδών. Περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, που ζουν σε διάφορες τροπικές και υποτροπικές ζώνες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Ο κ. ο καπουτσίνος είναι το κυριότερο είδος που περιγράφηκε από… …

    Dictionary of Greek

  • 70καραμπόλα — η 1. α) επιτυχημένο χτύπημα τής σφαίρας στο σφαιριστήριο, στο μπιλιάρδο, όταν ο παίκτης χτυπά με τη σφαίρα του τις δύο άλλες β) είδος παιγνιδιού στο σφαιριστήριο κατά το οποίο κερδίζει όποιος επιτύχει τις περισσότερες καραμπόλες 2. μτφ. α)… …

    Dictionary of Greek