) το πορτοκάλι 2) (

  • 51Orange (fruit) — Pour les articles homonymes, voir Orange. Des oranges de variété Ambersweet (ambre doux). L’orange est un agrume …

    Wikipédia en Français

  • 52Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …

    Wikipedia Español

  • 53-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …

    Dictionary of Greek

  • 54-αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… …

    Dictionary of Greek

  • 55Αρκτούρος — (Αστρον.). Αστέρας μεγάλου μεγέθους, o λαμπρότερος του αστερισμού του Βοώτη (α του Βοώτη). Η φαινομενική του λαμπρότητα οφείλεται ουσιαστικά σε δύο λόγους: είναι αστέρας γίγας, με διάμετρο περίπου τριάντα φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο του… …

    Dictionary of Greek

  • 56Μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… …

    Dictionary of Greek

  • 57άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …

    Dictionary of Greek

  • 58έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… …

    Dictionary of Greek

  • 59έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …

    Dictionary of Greek

  • 60ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… …

    Dictionary of Greek