) το πορτοκάλι 2) (

  • 111ανθοχαρίδα — (anthocharis). Γένος λεπιδοπτέρων εντόμων της οικογένειας των πιεριδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική. Τα είδη που ζουν στις εύκρατες περιοχές συνήθως μεταναστεύουν κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου. Τα έντομα αυτά έχουν μικρό σώμα… …

    Dictionary of Greek

  • 112ανισόστικτα — (anisosticta). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κοκκινελιδών. Ζουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 χιλιοστά. Έχουν σχήμα περίπου ωοειδές, η ράχη τους είναι κυρτή και το χρώμα τους είναι κόκκινο ή …

    Dictionary of Greek

  • 113αντιύλη — Είδος ύλης το οποίο θεωρητικά αποτελείται από σωματίδια αντίθετου φορτίου από εκείνα που αποτελούν τη συνήθη ύλη. Θεωρητικά πάντα, όταν ένα κομμάτι ύλης συναντήσει ένα κομμάτι αντιύλης, θα εξαφανιστούν και τα δύο. Τα άτομα από τα οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 114αρκτόμυς ή μαρμότα — Τρωκτικό της οικογένειας των σκιουριδών. Έχει κοντόχοντρο σώμα και μήκος 60 75 εκ., από τα οποία τα 20 αντιστοιχούν στην παχιά ουρά του. Το τρίχωμά του αποτελείται από απαλό χνούδι και μακριές και μάλλον σκληρές τρίχες. Τα πόδια του είναι κοντά… …

    Dictionary of Greek

  • 115αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …

    Dictionary of Greek

  • 116αταλάντη — (atalante). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ρυτιδών, με 15 είδη που φυτρώνουν στην Ινδία, στα νησιά του Μαλαϊκού αρχιπελάγους και στην Αυστραλία. Πρόκειται για μικρά δέντρα ή θάμνους, συνήθως αγκαθωτά, αειθαλή, με φύλλα γυαλιστερά… …

    Dictionary of Greek

  • 117αυτόλυτος — (autolytus). Γένος δακτυλιοσκώληκων της οικογένειας των συλλιδών. Ζουν στις βόρειες θάλασσες και ιδιαίτερα στον Βόρειο Ατλαντικό. Το μήκος του σώματός τους φτάνει το 0,5 1 εκ. Έχουν σώμα με 60 περίπου αρθρώσεις και δύο μεγάλα μάτια στο επάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 118βισκόζη — Κολλοειδές κυτταρινικό διάλυμα, που σχηματίζεται κατά την αντίδραση της αλκαλικής κυτταρίνης (κυτταρίνη σε υδάτινο διάλυμα καυστικού νατρίου) με διθειούχο άνθρακα. Η β. είναι διάλυμα ιξώδες, με πυκνότητα 1,12 γρ./κ.εκ. Έχει χρώμα ανοιχτό… …

    Dictionary of Greek

  • 119γαρκινία — (garcinia). Τροπικό δέντρο της οικογένειας των σταγονοφόρων ή γκουτιφόρων (δικοτυλήδονα). Ο καρπός του, με διάμετρο μέχρι 7 εκ., έχει σάρκα χυμώδη, κίτρινο ροδόχρωμη, πολύ ευαίσθητη στις μεταφορές. Ο φλοιός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά της… …

    Dictionary of Greek

  • 120γαστερόστεος — (gasterosteus). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των γαστεροστεϊδών, της τάξης των σκληροπαρείων. Το μήκος του δεν υπερβαίνει τα 6 εκ. και στο κάτω σαγόνι του, που προεξέχει ελαφρά από το άνω, υπάρχουν μικρότατα δόντια. Στο μέσο της ράχης του… …

    Dictionary of Greek