) το πορτοκάλι 2) (

  • 101πόιντερ — Κυνηγετικός σκύλος, της ομάδας των ιχνηλατών. Είναι το κατεξοχήν σκυλί φέρμας, στο οποίο κάθε τμήμα φανερώνει μεγάλη δύναμη συνδυασμένη με μεγάλη ευκινησία. Ακούραστος δρομέας, ορμητικό, προικισμένο με εξαιρετική όσφρηση, είναι ένα ελαφρό… …

    Dictionary of Greek

  • 102σπεσσαρτίνης — Ορυκτό της ομάδας των γρανατών, της οποίας είναι το μαγγανοαργιλούχο μέλος. Έχει χημικό τύπο Mn2Al2Si3O12. Το χρώμα του είναι κιτρινοπορτοκαλί ως καστανο πορτοκαλί. Κρυσταλλώνεται κατά το κυβικό σύστημα. Κοιτάσματα του υπάρχουν κυρίως στη Γαλλία …

    Dictionary of Greek

  • 103τέκομα — (tecoma). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βιγνονιιδών, με 5 είδη που φυτρώνουν στις ΗΠΑ. Η τ. είναι ποώδης διακοσμητικός θάμνος, με φύλλα αντίθετα, πριονωτά. Τα άνθη της έχουν συνήθως κίτρινο ή πορτοκαλί χρώμα και μυρίζουν ευχάριστα. Η τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 104τζούντο — Τεχνική αθλητικής πάλης, εθνικό άθλημα της Ιαπωνίας. Το τ. είναι έργο του Τζιγκόρο Κάνο, καθηγητή στο Τόκιο, που αφού παρακολούθησε την τεχνική του τζου τζίτσου, έθεσε τις βάσεις του νέου αθλήματος, το οποίο και δίδαξε σε ειδική σχολή που ίδρυσε… …

    Dictionary of Greek

  • 105τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και …

    Dictionary of Greek

  • 106χρυσόμηλο — το / χρυσόμηλον, ΝΑ νεοελλ. ο καρπός τής χρυσομηλέας, το πορτοκάλι αρχ. είδος κυδωνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μῆλον (Ι)] …

    Dictionary of Greek

  • 107όλμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ho ανήκει στην οικογένεια των Λανθανιδών· έχει ατομικό αριθμό 67, ατομικό βάρος 164,94 και ένα σταθερό ισότοπο. Είναι από τα πιο σπάνια λανθανίδια· βρίσκεται σε μικρές ποσότητες στο ορυκτό μοναζίτη, τα σημαντικότερα… …

    Dictionary of Greek

  • 108αεριούχα ποτά — Διάφορα αναψυκτικά που περιέχουν ανθρακικό οξύ. Παράγονται από κιτρικό ή τρυγικό οξύ και σόδα διαλυμένα σε οξυανθρακικό ύδωρ, στα οποία προστίθενται διάφορα αιθέρια έλαια (φυσικά ή τεχνητά) από λεμόνι, πορτοκάλι κλπ. και σιρόπι ζάχαρης. Πολλές… …

    Dictionary of Greek

  • 109αμβλυόρνιθα ή αμβλύορνις — (amblyornis).Επιστημονική ονομασία γένους στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των πτιλονορυγχιδών. Τα πουλιά αυτά ζουν αποκλειστικά στη Νέα Γουινέα, σε υγρές, δασώδεις εκτάσεις. Μοιάζουν πολύ με τα παραδείσια πουλιά, αν και δεν έχουν τόσο… …

    Dictionary of Greek

  • 110ανθοκυανίνες — Φυτικές χρωστικές ουσίες, διαλυτές στο νερό, την αλκοόλη και τον αιθέρα. Οι α. χρωματίζουν τα διάφορα μέρη του φυτού (φύλλα, πέταλα, καρπούς) με έντονα χρώματα (καφέ, κόκκινο, μοβ, πορτοκαλί κλπ.), ανάλογα με την οξύτητα ή την αλκαλικότητα του… …

    Dictionary of Greek