) το πορτοκάλι 2) (

  • 11κλίβια — (Clivia). Γένος φυτών της οικογένειας των αμαρυλλίδων, ιθαγενές της νότιας Αφρικής. Είναι πολυετή αειθαλή φυτά με κοντό στέλεχος, μικρά κατακόρυφα ριζώματα, παχιές ρίζες και δερματώδη φύλλα, τα οποία –σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη της… …

    Dictionary of Greek

  • 12μανταρινιά — Κοινή ονομασία του φυτού Citrus reticulata της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Κίνα και την Ινδοκίνα, όπου καλλιεργείται για 4.000 χρόνια περίπου, και απ’ όπου εισήχθη στις μεσογειακές χώρες κατά τις αρχές του 19ου αι.… …

    Dictionary of Greek

  • 13πορτοκαλόχρους — ουν, και πορτοκαλόχρωμος, η, ο, Ν 1. ο πορτοκαλής 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλόχρουν συνθετική ουσία που δίνει κατά την βαφή το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, αλλ. το πορτοκάλι («το πορτοκαλόχρουν τού μεθυλενίου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι +… …

    Dictionary of Greek

  • 14φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …

    Dictionary of Greek

  • 15Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …

    Dictionary of Greek

  • 16κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… …

    Dictionary of Greek

  • 17μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… …

    Dictionary of Greek

  • 18Portuguese cuisine — Traditional dry bacalhau (Portuguese for codfish). Portuguese cuisine is characterised by rich, filling and full flavored dishes and is closely related to Mediterranean cuisine. The influence of Portugal s former colonial possessions is also… …

    Wikipedia

  • 19Benjamin Onwuachi — Football player infobox playername = Benjamin Onwuachi fullname = Benjamin Chukuka Onwuachi nickname = dateofbirth = Birth date and age|1984|4|9|df=y cityofbirth = Lagos countryofbirth = Nigeria height = height|m=1.71 currentclub =Flagicon|Cyprus …

    Wikipedia

  • 20Portus Cale — (Latin for Port of Cale ) was the old name of an ancient town and port in current day Portugal. It was located in the north of Portugal, in the area of today s Grande Porto.HistoryCale was the name of an early settlement located at the mouth of… …

    Wikipedia