) το νοικοκυριό 2) (
21σοβχόζ — Μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις στο σύστημα της· σοσιαλιστικής αγροτικής οικονομίας της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Τα πρώτα σ. ιδρύθηκαν στα δημευμένα αγροκτήματα των τσιφλικάδων (1918). Σύμφωνα με τον Λένιν, σκοπός των σ. ήταν να δείξουν παραστατικά στους… …
22φτωχονοικοκύρης — ο, Ν 1. άνθρωπος φτωχός αλλά νοικοκύρης 2. νοικοκύρης με μικρό νοικοκυριό …
23Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …
24λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …
25οικοσκευή — η το σύνολο των πραγμάτων του σπιτιού, αλλ. νοικοκυριό: Ο δημόσιος υπάλληλος, κατά τη μετάθεσή του, πληρώνεται και για τη μεταφορά της οικοσκευής του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
26πάρεργος — η, ο αυτός που είναι έξω από το κύριο έργο, η λιγότερο σημαντική απασχόληση: Το νοικοκυριό το έχει για πάρεργο, γιατί όλη τη μέρα πηγαίνει σε επισκέψεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
27τσαπατσούλικος, -η — και ια, ο επίρρ. α που έχει σχέση με τον τσαπατσούλη, ο ακατάστατος, ο άτσαλος: Τσαπατσούλικο νοικοκυριό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)