) το κεφάλαιο

  • 41υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …

    Dictionary of Greek

  • 42φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …

    Dictionary of Greek

  • 43φόντο — το, Ν άκλ. 1. το βάθος οποιουδήποτε πράγματος 2. (ιδίως) το βάθος, ο ορίζοντας ενός ζωγραφικού πίνακα 3. στον πληθ. τα φόντα μτφ. α) ηθικό ή πνευματικό κεφάλαιο, προσόντα («δεν έχει τα φόντα για να πετύχει σε αυτήν τη δουλειά» δεν διαθέτει το… …

    Dictionary of Greek

  • 44χρεωλυτικός — και χρεολυτικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρεωλύσιο ή στην χρεωλυσία 2. φρ. «χρεωλυτικό κεφάλαιο» κεφάλαιο που συσσωρεύθηκε και αποταμιεύθηκε από επιχείρηση ή από κυβερνητικό οργανισμό, με στόχο την περιοδική αποπληρωμή… …

    Dictionary of Greek

  • 45χρηματικός — ή, ό / χρηματικός, ή, όν, ΝΑ [χρῆμα, χρήματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρήματα (α. «χρηματική αμοιβή» β. «χρηματικὴ ζημία», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «χρηματική ποινή» i) (ποιν. δικ.) ποινή η οποία συνίσταται στην, υπέρ τού δημοσίου,… …

    Dictionary of Greek

  • 46χρηματιστικός — ή, ό / χρηματιστικός, ή, όν, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες») 2. φρ. α) «χρηματιστικό κεφάλαιο» (οικον.) το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… …

    Dictionary of Greek

  • 47αμοιβαία κεφάλαια — Είδος χρηματοοικονομικής επένδυσης, στην οποία ο επενδυτής συμμετέχει σε ένα κοινό κεφάλαιο, το οποίο συγκροτείται βάσει της κείμενης νομοθεσίας και διαχειριστής του είναι μια ανώνυμη εταιρεία συγκεκριμένης μορφής. Τα α.κ. απαρτίζονται από… …

    Dictionary of Greek

  • 48αποθεματικό — To μέρος των καθαρών κερδών που δεν διανέμεται στους μετόχους αλλά παραμένει στην επιχείρηση για να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά. Το α. είναι τακτικό ή νόμιμο, όταν επιβάλλεται από ρητή διάταξη του νόμου, ή έκτακτο, όταν σχηματίζεται με βάση διάταξη …

    Dictionary of Greek

  • 49Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …

    Dictionary of Greek

  • 50Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …

    Dictionary of Greek