) το κεφάλαιο

  • 121κεφαλαιοκράτης — ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα 1. αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, καπιταλιστής 2. οπαδός τής κεφαλαιοκρατίας, τού κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, τού καπιταλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κράτης (< κράτος), πρβλ. αριστο… …

    Dictionary of Greek

  • 122κεφαλαιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, κληρο κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 123κεφαλαιοκρατισμός — ο κεφαλαιοκρατία, καπιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαιο κρατία με την κατάλ. ισμός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 124κεφαλαιολογία — κεφαλαιολογία, ἡ (Μ) διαίρεση σε κεφάλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + λογία (< λόγος < λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσολογία, γραμματο λογία] …

    Dictionary of Greek

  • 125κεφαλαιούχος — ο, η ο κάτοχος κεφαλαίου, ο κεφαλαιοκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. διπλωματ ούχος, πολι ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 126κεφαλαιόγραφον — και κεφαλαιογράφιον, το (Μ) συγγραφή διαιρεμένη σε κεφάλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + γραφον (< γράφω), πρβλ. υστερό γραφον, χειρό γραφον] …

    Dictionary of Greek

  • 127κεφαλαιώνω — (Α κεφαλαιῶ, όω, Μ κεφαλαιώνω) [κεφάλαιο] αναφέρω ή εκθέτω συνοπτικά κάτι, επαναλαμβάνω περιληπτικά, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω («κεφαλαιώσαντες πρὸς τοὺς ξύμπαντας τὰς διαγνώμας ποιήσησθε», Θουκ.) νεοελλ. συγκεντρώνω χρήματα για σχηματισμό… …

    Dictionary of Greek

  • 128κιβδηλεία — Η ελάττωση της εσωτερικής αξίας μεταλλικού νομίσματος με οποιονδήποτε μηχανικό ή χημικό τρόπο (περικοπή, διάτρηση, ρίνισμα κλπ.). Χαρακτηριστικό της κ. είναι ότι επιφέρει μείωση της αξίας της ύλης που περιέχεται στο νόμισμα, χωρίς όμως να θίγει… …

    Dictionary of Greek