) το βύσσινο
1βύσσινο — το 1. ο καρπός της βυσσινιάς 2. φρ. «να λείπει το βύσσινο» για την αποποίηση προσφοράς που κρίνεται περιττή ή ασύμφορη ή και επικίνδυνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. επίθ.) βύσσινος* (< βύσσος)] …
2βύσσινο — το ο καρπός της βυσσινιάς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3Charis Alexiou — Haris Alexiou, Konzert im Konzertsaal der Universität der Künste, Berlin, am 21. Oktober 2006 Haris Alexiou (griechisch Χάρις Αλεξίου, eigentlich Charíklia Roupáka, Χαρίκλεια Ρουπάκα; * 27. Dezember 1950 in …
4Haris Alexiou — Haris Alexiou, Konzert im Konzertsaal der Universität der Künste, Berlin, am 21. Oktober 2006 Haris Alexiou (griechisch Χάρις Αλεξίου, eigentlich Charíklia Roupáka, Χαρίκλεια Ρουπάκ …
5Алексиу, Харис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Алексиу, Элли. Харис Алексиу …
6βυσσινάδα — η [βύσσινο] αναψυκτικό, διάλυμα σιροπιού από βύσσινα σε νερό …
7βυσσινής — ιά, ί [βύσσινο] 1. εκείνος του οποίου το χρώμα μοιάζει με του βύσσινου 2. το ουδ. ως ουσ. το βυσσινί το χρώμα του βύσσινου …
8βυσσινιά — Δέντρο της οικογένειας της ροδιδών. Η επιστημονική της ονομασία είναι κέρασος ο ξινόκαρπος (βλ. λ. κερασιά). * * * η [βύσσινο] κοινή ονομασία του φυλλοβόλου δέντρου Prunus cerasus …
9ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… …
10μαρασκίνο — και μαρασκινό, το αλκοολούχο ηδύποτο που παρασκευάζεται με ζύμωση από τους καρπούς ενός είδους αυτοφυούς κερασιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maraschino < marasca «βύσσινο»] …
- 1
- 2