) τηρώ (

  • 91τετίημαι — Α (επικ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) 1. είμαι λυπημένος («τετιημένος ἦτορ» θλιμμένος στην καρδιά του, Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με την ίδια σημ.) φρ. «τετιηότι θυμῷ» με θλιμμένη καρδιά, με περίλυπη ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… …

    Dictionary of Greek

  • 92τετηρημένως — Α επίρρ. με προσοχή, προσεχτικά («ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετηρημένος τού τηρῶ «προσέχω, επιτηρώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] …

    Dictionary of Greek

  • 93τετράζω — (I) Α [τέτραξ, αγος] κράζω όπως ο τέτραξ, ο φασιανός, κατά την ωοτοκία του. (II) Α [τετράς, άδος] τηρώ τις τετράδες τών γυμναστών …

    Dictionary of Greek

  • 94τημελώ — έω, Α φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη μελος / τη μελη,… …

    Dictionary of Greek

  • 95τηράζω — Ν βλ. τηρώ (II) …

    Dictionary of Greek

  • 96τηρήμων — ονος, ὁ, Α φύλακας, φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] …

    Dictionary of Greek

  • 97τηρητήριον — τὸ, Α το δεσμωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα τήριον (πρβλ. μελετη τήριον)] …

    Dictionary of Greek

  • 98τηρητής — ο, θηλ. τηρήτρια, η, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)] νεοελλ. αυτός που τηρεί κάτι, που με σεβασμό τό διαφυλάττει (α. «τηρητής τών νόμων» β. «πιστός τηρητής τών εθίμων») μσν. αρχ. 1. αυτός που παρατηρεί, που εποπτεύει κάτι 2. φρουρός, φύλακας («ὁ ὀφθαλμὸς δίκης… …

    Dictionary of Greek

  • 99τηρητικός — ή, όν, Α [τηρῶ (Ι)] 1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.) 2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» οι εμπειρικοί, Γαλ.) 3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 100τηρός — ὁ, Α φύλακας, φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τηρῶ] …

    Dictionary of Greek