) τηρώ (

  • 81συμφυλάσσω — και αττ. τ. συμφυλάττω Α [φυλάσσω] 1. φυλάσσω, φρουρώ από κοινού με άλλους 2. διατηρώ, διαφυλάσσω, συντηρώ 3. τηρώ, κρατώ («συμφυλάξειν τοὺς νόμους», Πολλυδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 82συσσαββατίζω — Α εορτάζω την ημέρα τού Σαββάτου μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σαββατίζω «εορτάζω, τηρώ την ημέρα τού Σαββάτου»] …

    Dictionary of Greek

  • 83σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 84σχολαστικίζω — και σκολαστικίζω Ν είμαι ή συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός, τηρώ τους τύπους ή ασχολούμαι με ανούσιες λεπτομέρειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολαστικός. Το ρ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] …

    Dictionary of Greek

  • 85τήρημα — τὸ, Α [τηρῶ (Ι)] 1. παρατήρηση, σημείωση 2. διατήρηση …

    Dictionary of Greek

  • 86τήρηση — η /τήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)] 1. το να τηρεί κανείς κάτι, η διαφύλαξη με σεβασμό και η μη παράβαση ενός πράγματος, μιας αρχής, μιας παράδοσης (α. «η τήρηση τών νόμων» β. «ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν θεοῡ», ΚΔ γ. «φυλακὴ...… …

    Dictionary of Greek

  • 87τήρητρα — τὰ, Α δαπάνη για επιτήρηση, για φύλαξη, τα φύλακτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα τρα, πληθ. τού τρον, που απαντά συχνά σε λ. που δηλώνουν αμοιβή ή πληρωμή (πρβλ. κόμισ τρα, λύ τρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 88τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …

    Dictionary of Greek

  • 89τελίσκω — και τελέσκω Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, κάνω, καθιστώ («ἄγονον σπόρον τελίσκει», Νίκ.) 2. παθ. τελίσκομαι και τελέσκομαι α) μυούμαι σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ μετὰ θυσιῶν», επιγρ.) β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 90τεσσαρακοστίζω — Μ [τεσσαρακοστή] τηρώ τη νηστεία τής σαρακοστής, νηστεύω …

    Dictionary of Greek