) τηρώ (

  • 61νομοφυλακώ — νομοφυλακῶ, έω (Α) [νομοφύλαξ] 1. διαφυλάσσω, τηρώ τους νόμους 2. είμαι νομοφύλαξ, υπηρετώ τους νόμους …

    Dictionary of Greek

  • 62παρασιωπώ — άω και έω, ΝΑ παρέρχομαι, αποσιωπώ ηθελημένα, αποφεύγω σκόπιμα να αναφέρω κάτι αρχ. 1. τηρώ σιγή, σωπαίνω 2. αγνοώ, παραβλέπω, κάνω τα στραβά μάτια 3. αδιαφορώ, γυρίζω την πλάτη σε ικέτη 4. (για γραπτό κείμενο) αφήνω έξω χωρίο, απόσπασμα 5. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 63πειθαρχώ — πειθαρχῶ, έω, ΝΑ [πείθαρχος] υπακούω στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, είμαι ευπειθής, τηρώ την πειθαρχία (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν σιγά σιγά να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος», Εύπολ.) (για πλοία) είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 64περιστέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού») νεοελλ. μσν. περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών») αρχ. 1. επενδύω, περιβάλλω …

    Dictionary of Greek

  • 65περιτηρώ — έω, Μ [τηρώ] φυλάγω κάτι από παντού …

    Dictionary of Greek

  • 66πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 67πιννοτήρης — και πινοτήρης, ο, ΝΜΑ ο πιννοθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα/ πίνη + τήρης (< τηρῶ) πρβλ. δεμνιο τήρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 68πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… …

    Dictionary of Greek

  • 69προσνομίζω — Α παραδέχομαι ή τηρώ κάτι ακόμη ως γενικά παραδεκτό …

    Dictionary of Greek

  • 70προστηρώ — έω, Α 1. δίνω προσοχή σε κάτι 2. εξακολουθώ να παρατηρώ με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τηρῶ «προσέχω, επιτηρώ»] …

    Dictionary of Greek