) τηρώ (
101τυραννίζω — ΜΑ [τύραννος] 1. τυραννώ, καταπιέζω, δυναστεύω 2. τηρώ ευμενή στάση προς τον τύραννο ή τους τυράννους («εἴποιεν οἱ τυραννίζοντες οὗτοι...», Δημοσθ.) 3. παθ. τυραννίζομαι είμαι υπό την τυραννία κάποιου …
102τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …
103υποτηρώ — έω, Α 1. παρατηρώ κρυφά, παραμονεύω 2. φυλάγω κάτι κρυμμένο με υπομονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τηρῶ «παρατηρώ, προσέχω»] …
104φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …
105ντάρμα — Όρος με πλήθος σημασιών στην ινδική σκέψη και ηθική: νόμος, έθιμο, δίκαιο, καθήκον, αρετή, θρησκευτικός και τελετουργικός κανόνας, θείος και αιώνιος νόμος (ετυμολογείται από τη σανσκριτική ρίζα dhri = φέρω, τηρώ). Οι αρχές του βρίσκονται στην… …
106ιουδαΐζω — ισα, αμτβ., μιμούμαι τον τρόπο ζωής των Ιουδαίων, τηρώ το μωσαϊκό νόμο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
107κοιτάζω — κοίταξα, κοιτάχτηκα, κοιταγμένος 1. στρέφω το βλέμμα σε κάτι ή κάποιον, βλέπω, τηρώ: Κοιτάζω την όμορφη γυναίκα. 2. προσέχω, φροντίζω: Κοιτάζει τους γονείς του. 3. εξετάζω άρρωστο: Ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο, αλλά δεν του βρήκε τίποτα. 4. το… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
108τηράω — και τηράζω και τηρώ τήραξα 1. βλέπω, παρατηρώ, κοιτάζω: Τήρα με. 2. προσέχω, έχω το νου μου: Τήρα μην πέσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)