) τηρώ (

  • 11στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …

    Dictionary of Greek

  • 12συμμετριάζω — Α [συμμετρία] τηρώ συμμετρία, τηρώ το αρμόζον μέτρο …

    Dictionary of Greek

  • 13συντηρώ — (I) άω, Ν παρατηρώ με προσοχή, παρακολουθώ («στα δάση που προπάτειενε συντήραν ένα ένα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τηρώ «βλέπω»]. (II) συντηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάσσω, προφυλάσσω (α. «χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να τά συντηρήσεις» β …

    Dictionary of Greek

  • 14τοποτηρώ — έω, ΜΑ είμαι τοποτηρητής, εκτελώ καθήκοντα τοποτηρητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + τηρῶ (πρβλ. καιρο τηρώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 15Κρηθέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο Κ. ήταν γιος του Θεσσαλού Αιόλου και της Εναρέτης ή της Λαοδικίας. Θεωρείται ιδρυτής της Ιωλκού, στην οποία βασίλευσε. Κατά την παράδοση παντρεύτηκε την ανιψιά του, Τηρώ, κόρη του αδελφού του,… …

    Dictionary of Greek

  • 16σέβομαι — σεβάστηκα 1. έχω σεβασμό, εκτιμώ βαθιά: Σέβεται τους γονείς του. 2. τηρώ: Σέβεται το λόγο του. 3. υπακούω: Σέβεται τους νόμους. 4. «Σέβομαι τον εαυτό μου», τηρώ στάση αξιοπρεπή …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 17Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …

    Wikipedia

  • 18Scouts of Greece — or Soma Hellinon Proskopon (Σώμα Ελληνων Προσκόπων, ΣΕΠ) is the national Scouting association of Greece. Scouting in Greece started in 1910 and was among the charter members of the World Organization of the Scout Movement in 1922. The association …

    Wikipedia

  • 19άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …

    Dictionary of Greek

  • 20αγιαποστολιάζω — [αγι Απόστολοι] 1. γιορτάζω τη γιορτή τών Αγίων Αποστόλων (29 Ιουνίου) 2. τηρώ τη νηστεία που λήγει την ημέρα τής γιορτής τών Αγίων Αποστόλων 3. λέγεται στην Κρήτη για τους τσομπάνηδες, οι οποίοι την ημέρα τής γιορτής τών Αγίων Αποστόλων λύνουν… …

    Dictionary of Greek