) περιποιούμαι
1περιποιούμαι — περιποιούμαι, περιποιήθηκα, περιποιημένος βλ. πίν. 75 Σημειώσεις: περιποιούμαι : η μτχ. περιποιημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που η εμφάνιση του κτλ. δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα, περιποίηση). Η ενεργητική φωνή περιποιώ έχει επιβιώσει… …
2περιποιούμαι — περιποιοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ και περιποιέμαι Ν βλ. περιποιώ …
3περιποιούμαι — περιποιήθηκα, περιποιημένος 1. φροντίζω, δείχνω προθυμία, διευκολύνω: Μας περιποιήθηκαν και φύγαμε ενθουσιασμένοι. 2. καλλιεργώ, τακτοποιώ: Περιποιούμαι το περιβόλι, το κτήμα. 3. δείχνομαι πρόθυμος σε κάποιον, του κάνω φιλοφρονήσεις: Πολύ σε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4περιποιοῦμαι — περιποιέω cause to remain over and above pres ind mp 1st sg (attic epic doric) περιποιέω cause to remain over and above pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …
5ακριβοκοιτάζω — περιποιούμαι, φροντίζω πολύ για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + κοιτάζω] …
6θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …
7ιπποκομώ — ἱπποκομῶ, έω (Α) [ιπποκόμος] 1. τρέφω, περιποιούμαι ίππους 2. περιποιούμαι κάποιον ως ιπποκόμος («ἱπποκομῶ τὸν κάνθαρον» περιποιούμαι το σκαθάρι ως ιπποκόμος, Αριστοφ.) …
8κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …
9κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …
10εστιώ — (ΑΜ ἑστιῶ, άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) [εστία] παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώ μσν. αρχ. μέσ. ἑστιῶμαι τρώω αρχ. 1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου 2. (για …