) παραμερίζω 2) (
51υπερπηδώ — υπερπήδησα, υπερπηδήθηκα, υπερπηδημένος 1. πηδώ πάνω από κάτι: Υπερπηδώ τον τοίχο. 2. μτφ., παραγκωνίζω, παραμερίζω, υποσκελίζω: Με την προαγωγή του υπερπήδησε πολλούς συναδέλφους του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52υποσκελίζω — υποσκέλισα, υποσκελίστηκα, υποσκελισμένος 1. ρίχνω κάποιον με τρικλοποδιά, βάζω σε κάποιον τρικλοποδιά. 2. μτφ., παραγκωνίζω κάποιον, τον παραμερίζω (και μάλιστα με πλάγια μέσα), τον βάζω στο περιθώριο: Με την προαγωγή του υποσκέλισε πολλούς… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы