) παραμερίζω 2) (
41υπεξίστημι — Α 1. μετατρέπω κάπως, μεταβάλλω λίγο, ιδίως προς το χειρότερο 2. αποχωρώ κρυφά 3. (με γεν.) παραιτούμαι από αξίωση ή δικαίωμα («ἐπὶ τούτῳ δὲ ὑπεξίσταμαι τῆς ἀρχῆς», Ηρόδ.) 4. αποσύρομαι από τον δρόμο κάνοντας τόπο σε κάποιον άλλον, συνήθως… …
42υπεξανίσταμαι — Α [ἐξανίσταμαι] 1. εξεγείρομαι, εξορμώ («Πύρρος δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», Πλούτ.) 2. (με δοτ.) σηκώνομαι ή παραμερίζω μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», Πλούτ.) …
43υποκλίνομαι — ὑποκλίνομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκλίνω ΜΑ μέσ. 1. κλίνω το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός για να χαιρετήσω κάποιον και να τού εκφράσω τον σεβασμό μου, κάνω υπόκλιση 2. δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαι νεοελλ. μτφ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου,… …
44υποσκελίζω — ὑποσκελίζω, ΝΜΑ ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω νεοελλ. μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση τού προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του») αρχ. 1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω… …
45φυγαδεύω — ΝΜΑ, και φυγαδείω Α [φυγάς, άδος] νεοελλ. βοηθώ κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει μσν. αρχ. 1. εκδιώκω, εξορίζω («οὔτε... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον πρέπον», Αριστοτ.) 2. τρέπω σε φυγή («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς»,… …
46αναμερίζω — και αναμεράω μέρισα, μερίστηκα, μερισμένος 1. μτβ., παραμερίζω, εκτοπίζω: Για να πάρει τη θέση αυτή αναμέρισε παλιότερους και καλύτερούς του. 2. αμτβ., αποτραβιέμαι, αφήνω τόπο σ άλλους: Αναμέρισε για να περάσει ο γέροντας. 3. η μτχ. του παθ. πρκ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
47εκτοπίζω — εκτόπισα, εκτοπίστηκα, εκτοπισμένος, μτβ. 1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τη θέση του, που την παίρνω εγώ: Ο εχθρός εκτοπίστηκε από τα χαρακώματα. 2. μτφ., παραμερίζω, βάζω στην άκρη: Το βαλς δεν εκτοπίστηκε από κανένα χορό. 3. επιβάλλω την… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
48μεριάζω — μέριασα, μεριασμένος, παραμερίζω, υποχωρώ: Μέριασε, βράχε, να διαβώ (Αρ. Βαλαωρίτης) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
49παραγκωνίζω — παραγκώνισα, παραγκωνίστηκα, παραγκωνισμένος 1. σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα στην άκρη. 2. μτφ., παραμερίζω, κάνω κάποιον στην άκρη, ρίχνω στο περιθώριο, υποσκελίζω, παραβλέπω σκόπιμα: Όταν οι ανίκανοι παραγκωνίζουν τους ικανούς, τότε η διοίκηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
50παραμέρισμα — το η ενέργεια του παραμερίζω, η απομάκρυνση από το μέσο στην άκρη, ο παραγκωνισμός: Το παραμέρισμα του πλήθους ακούστηκε σαν σάλαγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)