) ορισμένος
81ορίζω — όρισα, ορίστηκα, ορισμένος 1. βάζω όριο, σύνορο, καθορίζω τη θέση: Ο Έβρος ορίζει την Ελλάδα και την Τουρκία. 2. προσδιορίζω, καθορίζω χρονικά: Δεν ορίστηκε ακόμα η μέρα των εξετάσεων. 3. είμαι κύριος, εξουσιάζω: Αυτά τα νησιά τα ορίζει η Ελλάδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82οριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ορισμένος, αμετάβλητος, τελειωτικός: Οριστική απόφαση. 2. αυτός που καθορίζει, που ξεχωρίζει: Οριστική αντωνυμία. 3. ως ουσ., οριστική, η πρώτη από τις εγκλίσεις ρήματος που δηλώνει κάτι το πραγματικό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83ρήτρα — η ορισμένος όρος σε συμφωνία που κλείστηκε: Στο συμφωνητικό ορίσαμε και ποινική ρήτρα για κείνον που θα το παραβιάσει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84ρητός — ή, ό επίρρ. ά σαφής, ορισμένος, κατηγορηματικός: Γι΄ αυτή την περίπτωση υπάρχει στο συμβόλαιο ρητός όρος. – Του δήλωσα ρητά ότι δε θα του στείλω άλλα χρήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85συγκεκριμένος — η, ο επίρρ. α 1. ορισμένος: Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχεις άδικο. – Δεν έχει συγκεκριμένους στόχους. 2. σαφής, ολοκάθαρος: Περιμένω μια συγκεκριμένη απάντηση. – Έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες. 3. «συγκεκριμένη έννοια», αυτή που εκφράζει γεγονός ή… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86φιξ — άκλ. (λ. γαλλ.), ορισμένος, καθορισμένος: Ζουρ φιξ (ορισμένη ημέρα υποδοχής). – Τιμές φιξ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87ύψος — ο ου, ο γύψος (βλ. λ.). το ους 1. η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ως την κορυφή (όταν κοιτάζεται από κάτω), το ψήλος. 2. η νοητή κατακόρυφη γραμμή που ενώνει το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας με το νοητό οριζόντιο επίπεδο που περνά από την …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)