) ορισμένος

  • 51τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …

    Dictionary of Greek

  • 52φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… …

    Dictionary of Greek

  • 53φασματικός — ή, ό / φασματικός, ή, όν, ΝΜ [φάσμα, ατος] φανταστικός, πλαστός, ψευδής νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα 2. φρ. α) «φασματική ανάλυση» φυσ. μέθοδος ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης τής σύστασης τών ουσιών με βάση την μελέτη τών… …

    Dictionary of Greek

  • 54φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 55φόρμουλα — η, Ν 1. διαδικαστικός τύπος τού ρωμαϊκού δικαίου με τον οποίο ο πραίτωρας παρέπεμπε στον δικαστή την εκδίκαση μιας υπόθεσης χωρίς πανηγυρικούς τύπους 2. ορισμένος τύπος ή κανόνας έκφρασης ιδεών («η κυβέρνηση αναζητεί νέα φόρμουλα για την επίλυση… …

    Dictionary of Greek

  • 56ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… …

    Dictionary of Greek

  • 57αντίδοση — Στην αρχαία Αθήνα αποτελούσε την ανταλλαγή της περιουσίας ενός ορισμένου από την πόλη δημόσιου λειτουργού, σε αξίωμα στην τριηραρχία, τη χορηγία, την εστίαση ή τη γυμνασιαρχία, με την περιουσία ενός πλουσιότερου από αυτόν Αθηναίου, σε περίπτωση… …

    Dictionary of Greek

  • 58απαλειφή αγνώστου — Ονομάζεται α.α. μεταξύ μ εξισώσεων δοσμένου συστήματος η εύρεση συστήματος ισοδύναμου με το δεδομένο και στο οποίο μ 1 εξισώσεις δεν περιέχουν τον άγνωστο αυτόν. Η α.α. γίνεται μετρεις μεθόδους: α) με αντικατάσταση, κατά την οποία λύνουμε ως προς …

    Dictionary of Greek

  • 59Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 60αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… …

    Dictionary of Greek