) μάταιος

  • 91μάταια — επίρρ. βλ. μάταιος …

    Dictionary of Greek

  • 92μάτην — (ΑM μάτην, Α δωρ. τ. μάταν) επίρρ. 1. μάταια, άσκοπα, ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα (α. «ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν», Πίνδ. β. «τὰ μηδὲν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. φρ. «εις μάτην» ή «επί μάτην» μάταια, άδικα, ανώφελα, τού κάκου αρχ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 93ματαίως — (ΑM ματαίως) επίρρ. βλ. μάταιος …

    Dictionary of Greek

  • 94ματαιάζω — (ΑM) μσν. λέω και ζητώ κάτι μάταια αρχ. ματάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ματάζω* < μάταιος] …

    Dictionary of Greek

  • 95ματαιοβαστάκτης — ματαιοβαστάκτης, ὁ (Α) αυτός που λέει ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + βαστακτής (< βαστάζω), πρβλ. φορτο βαστάκτης] …

    Dictionary of Greek

  • 96ματαιογέρων — ματαιογέρων, οντος ὁ (Α) ο γέρος που λέει ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + γέρων (πρβλ. δημο γέρων)] …

    Dictionary of Greek

  • 97ματαιοκηρυξία — ματαιοκηρυξία, ἡ (Μ) μάταιο κήρυγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κήρυξις] …

    Dictionary of Greek

  • 98ματαιοκόπος — ματαιοκόπος, ον (Μ) αυτός που μάταια κοπιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόπος (πρβλ. λαμνο κόπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 99ματαιολόγος — ματαιολόγος, ον (Α) αυτός που μιλάει άσκοπα και ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + λόγος*] …

    Dictionary of Greek

  • 100ματαιομοχθώ — ματαιομοχθῶ, έω (Α) κοπιάζω, μοχθώ μάταια, ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ματαιόμοχθος < μάταιος + μοχθῶ] …

    Dictionary of Greek