) μάταιος

  • 31ματαιόταθ' — ματαιότατα , μάταιος vain adverbial superl ματαιότατα , μάταιος vain neut nom/voc/acc superl pl ματαιότατα , μάταιος vain adverbial superl ματαιότατα , μάταιος vain neut nom/voc/acc superl pl ματαιότατε , μάταιος vain masc voc superl sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32άλιος — (I) ἅλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος 2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς. ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος νεοελλ. αλιόφως]. (II)… …

    Dictionary of Greek

  • 33μάται' — μάταια , μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταια , μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταιε , μάταιος vain masc voc sg μάταιε , μάταιος vain masc/fem voc sg μάταιαι , μάταιος vain fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 34ματαιοτέρα — ματαιοτέρᾱ , μάταιος vain fem nom/voc/acc comp dual ματαιοτέρᾱ , μάταιος vain fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) ματαιοτέρᾱ , μάταιος vain fem nom/voc/acc comp dual ματαιοτέρᾱ , μάταιος vain fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 35ματαιοτέρας — ματαιοτέρᾱς , μάταιος vain fem acc comp pl ματαιοτέρᾱς , μάταιος vain fem gen comp sg (attic doric aeolic) ματαιοτέρᾱς , μάταιος vain fem acc comp pl ματαιοτέρᾱς , μάταιος vain fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 36ανεμώλιος — ἀνεμώλιος, ον (Α) 1. (για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άχρηστος 2. (για πρόσωπα) άστατος, ανίκανος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανεμώνιος < άνεμος + (επίθημα) ώνιος, με ανομοίωση ( ωλιος < ωνιος). Το επίθημα ώνιος είναι αιολικό καί ισοδυναμεί… …

    Dictionary of Greek

  • 37αποφώλιος — ἀποφώλιος, ον (Α) 1. ανώφελος, μάταιος 2. αποκρουστικός, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικό επίθετο αβέβαιης σημασίας. Οι αρχαίοι το ερμήνευσαν «ανεμώλιος, μάταιος», δηλ. «μάταιος, κενός». Συνδέεται πιθ. με το απαφείν (αιολ. ή αχαϊκό αποφείν) αόρ. του… …

    Dictionary of Greek

  • 38πολυμάταιος — ον, Α ο τελείως μάταιος, τελείως ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μάταιος (πρβλ. παμ μάταιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 39μάτη — μάτη, ἡ (Α) 1. μάταιος κόπος, ανοησία, σφάλμα («μάτας εἰπών», Στησίχ.) 2. (ως μέτρο) το 1/2 τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mā t και συνδέεται με σλαβ. mat am, mat ać «στρίβω …

    Dictionary of Greek

  • 40παμμάταιος — παμμάταιος, αία, ον (ΑΜ) 1. ο τελείως μάταιος 2. κενός, κενόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μάταιος] …

    Dictionary of Greek