) μάταιος

  • 111ματαιόσπουδος — η, ο αυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενό σπουδος, φιλό σπουδος] …

    Dictionary of Greek

  • 112ματαιόσχολος — η, ο (Μ ματαιόσχολος, ον) αυτός που ασχολείται με μάταια και ανώφελα πράγματα, ο ματαιόσπουδος. επίρρ... ματαιόσχολα (Μ ματαιόσχολα) με τρόπο ματαιόσχολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + σχολος (< σχολή), πρβλ. αργό σχολος] …

    Dictionary of Greek

  • 113ματαιότεκνος — ματαιότεκνος, ον (Α) αυτός που έχει παράνομα, νόθα παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + τέκνον (πρβλ. πολύ τεκνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 114ματαιότεχνος — ματαιότεχνος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. λεπτότεχνος, πολύ τεχνος] …

    Dictionary of Greek

  • 115ματαιότητα — η (ΑM ματαιότης, ητος) [μάταιος] η ιδιότητα τού μάταιου, το να είναι κάτι χωρίς σκοπό, περιεχόμενο ή ωφέλεια («ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», ΠΔ) μσν. φθορά («ἡ κτίσις ὑπετάχθη εἰς τὴν ματαιότητα», Χριστ. διδασκ.) ĮĮ αρχ. αφροσύνη,… …

    Dictionary of Greek

  • 116ματαιόφημος — ματαιόφημος, ον (Α) αυτός που λέει μάταια, απερίσκεπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + φημος (< φήμη), πρβλ. υστερό φημος] …

    Dictionary of Greek

  • 117ματαιόφρων — (Α ματαιόφρων, ον) αυτός που σκέφτεται μάταια και ανόητα, άμυαλος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + φρων (< φρην, φρενός)] …

    Dictionary of Greek

  • 118ματαιόφωνος — ματαιόφωνος, ον (Α) αυτός που μιλάει ανόητα και άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + φωνος (< φωνή), πρβλ. υψηλό φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 119ματαιώνω — (ΑM ματαιῶ, όω) [μάταιος] καθιστώ κάτι μάταιο, ανώφελο νεοελλ. 1. εμποδίζω ή αναχαιτίζω την εκτέλεση ή την πραγματοποίηση κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία στιγμή, η άμεση αντίδραση τού λαού ματαίωσε το πραξικόπημα») 2. ακυρώνω …

    Dictionary of Greek

  • 120ματτυολοιχός — και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής 2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο λοιχός,… …

    Dictionary of Greek