) η σφραγίδα 2)

  • 91γλυφή — η (AM γλυφή) [γλύφω] 1. σκάλισμα, γλυπτή παράσταση 2. (για σφραγίδα) έμβλημα·|| αρχ. τρύπα ή εγκοπή που έχει ανοιχτεί με γλύφανο …

    Dictionary of Greek

  • 92γλύμμα — το (AM γλύμμα) [γλύφω] κοίλωμα ή εγκοπή που γίνεται με το κοπίδι αρχ. 1. επιγραφή 2. σφραγίδα …

    Dictionary of Greek

  • 93δακτυλοσκοπία — Τεχνική με την οποία διαπιστώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και βασίζεται στη λήψη, στην παρατήρηση και στην ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Είναι γνωστό ότι στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, το δέρμα της εσωτερικής επιφάνειας… …

    Dictionary of Greek

  • 94δαχτυλίδι — Βλ. λ. δακτυλίδι. * * * και δακτυλίδι, το (AM δακτυλίδιον Μ και δακτυλίδιν) [δακτύλιος] κόσμημα από μέταλλο συνήθως πολύτιμο (ή από άλλο υλικό) σε σχήμα κρίκου με λίθο ή σφραγίδα, το οποίο φοριέται στην κάτω φάλαγγα τών δαχτύλων τού χεριού,… …

    Dictionary of Greek

  • 95διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… …

    Dictionary of Greek

  • 96διπλόκυκλος — η, και ος, ο 1. αυτός που έχει δύο κύκλους 2. (φιλοτελ.) «διπλόκυκλος σφραγίς ταχυδρομείου» σφραγίδα με δύο ομόκεντρους κύκλους …

    Dictionary of Greek

  • 97εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… …

    Dictionary of Greek

  • 98εναπερείδω — ἐναπερείδω (Α) Ι. ενεργ. 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. θέτω τη σφραγίδα μου, αφήνω τα ίχνη μου ΙΙ. μέσ. ἐναπερείδομαι 1. στερεώνω, μπήγω 2. βρίσκω έρεισμα, στήριγμα, ακουμπώ κάπου 3. προσηλώνω την προσοχή μου κάπου 4. παλεύω εναντίον… …

    Dictionary of Greek

  • 99εναποσημαίνω — ἐναποσημαίνω (Α) 1. δείχνω με κάτι ή σε κάτι, σημειώνω, αναφέρω 2. μέσ. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, εντυπώνω, εγχαράσσω, εγγράφω, σταμπάρω 3. (με παθ. σημασία, αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι …

    Dictionary of Greek

  • 100εναποσφραγίζω — ἐναποσφραγίζω (Α) 1. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, απεικονίζω, αποτυπώνω κάτι 2. (απολ.) αποτυπώνω, σφραγίζω (και το μέσ. με την ίδια σημασία) …

    Dictionary of Greek