) η σφραγίδα 2)

  • 81αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …

    Dictionary of Greek

  • 82αποσφράγιση — η 1. το να ανοίξει κανείς σφραγισμένο αντικείμενο αφαιρώντας τη σφραγίδα 2. άνοιγμα κλειστού εγγράφου, επιστολής κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …

    Dictionary of Greek

  • 83αποσφράγισμα — το (Α ἀποσφράγισμα) νεοελλ. αποσφράγιση αρχ. 1. αποτύπωμα σφραγίδας 2. η ίδια η σφραγίδα 3. σφραγισμένο αντίγραφο …

    Dictionary of Greek

  • 84αρτοσφραγίδα — η η τετράγωνη ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζονται τα πρόσφορα …

    Dictionary of Greek

  • 85ασήμι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 1.215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία… …

    Dictionary of Greek

  • 86βεζίρης — Τουρκική λέξη αραβικής προέλευσης. Στην αρχή σήμαινε αχθοφόρος (χαμάλης). Μετά όμως επικράτησε να χρησιμοποιείται με την έννοια του ανθρώπου που σηκώνει το βάρος των υποθέσεων του κράτους. Οι δύο ή τρεις στενότεροι συνεργάτες του σουλτάνου… …

    Dictionary of Greek

  • 87βουλλωτήρι — το (Μ βουλλωτήριον) σφραγιδόλιθος 1. νεοελλ. μηχάνημα με το οποίο σφραγίζονται φιάλες μσν. 1. σφραγίδα 2. πρότυπο για την κοπή νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. βουλλωτήρι < μσν. βουλλωτήριον < μσν. βουλλώνω βλ. λ.] …

    Dictionary of Greek

  • 88γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …

    Dictionary of Greek

  • 89γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …

    Dictionary of Greek

  • 90γεροντισμός — Η σωματική και διανοητική κατάσταση, αλλά και οι γεροντικές συνήθειες. Γ. ονομάζεται επίσης το πολιτικό σύστημα, στο οποίο την αρχή έχουν οι γέροι, γνωστό και ως γεροντοκρατία. (Εκκλ.) Διοικητικό σύστημα του οικουμενικού πατριαρχείου της… …

    Dictionary of Greek