) η σφραγίδα 2)

  • 21αποσφραγίζω — (AM ἀποσφραγίζω) ανοίγω κάτι σφραγισμένο, ξεσφραγίζω νεοελλ. ανοίγω έγγραφο, επιστολή μσν. σφραγίζω, κλείνω με τη σφραγίδα (=το σημείο του Σταυρού) αρχ. κλείνω καλά με σφραγίδα, σφραγίζω καλά …

    Dictionary of Greek

  • 22βούλλα — η (Μ βούλλα) 1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα της σφραγίδας 3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική …

    Dictionary of Greek

  • 23ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …

    Dictionary of Greek

  • 24μολυβδοβούλλα — μολυβδοβούλλα, και μολυβδόβουλλα, ἡ (Μ) μολυβδόβουλλο, σφραγίδα από μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + βούλλα «σφραγίδα»] …

    Dictionary of Greek

  • 25μολυβδόβουλλον(ν) — το (στο Βυζάντιο) 1. σφραγίδα από μόλυβδο εξαρτημένη με σπάγγο από ένα έγγραφο, την οποία χρησιμοποιούσαν ιδίως οι πολίτες 2. (κατ επέκτ.) το ίδιο το έγγραφο με τη μολύβδινη σφραγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβδοβούλλα, (ἡ) με αλλαγή γένους. Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 26παρασημαίνω — κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ νεοελλ. μσν. φανερώνω με σημεία, συμβολίζω νεοελλ. μέσ. παρασημαίνομαι μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα αρχ. 1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση 2. βάζω σημάδι… …

    Dictionary of Greek

  • 27παρατυπώνω — παρατυπῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. 1. τυπώνω εσφαλμένα, λανθασμένα 2. τυπώνω πάρα πολλά, περισσότερα από όσα χρειάζονται αρχ. (μόνον το μέσ.) παρατυποῡμαι 1. τυπώνω τη σφραγίδα σφάλερά, παραποιώ («τὸ παρασημηνάμενος ὁ Θουκυδίδης ἐπὶ τοῡ παρατυπώσασθαι τῆν… …

    Dictionary of Greek

  • 28ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 29σήμαντρο — Μεταλλικό αντικείμενο μήκους 1 3 μέτρων, πλάτους 10 εκ. και πάχους 5, που το κρούουν ρυθμικά με κόπανο ή μικρό σφυρί για να ξυπνήσει ή να συνάξει τους μοναχούς ή και να καλέσει τους πιστούς στην εκκλησία. Πριν καθιερωθούν οι καμπάνες στα ελληνικά …

    Dictionary of Greek

  • 30σφραγιστός — ή, ό / σφραγιστός, ή, όν, ΝΑ [σφραγίζω] αυτός που έχει σφραγιστεί, που φέρει αποτύπωμα σφραγίδας, σφραγισμένος νεοελλ. ερμητικά κλειστός αρχ. 1. (ιδίως) σφραγισμένος με δημόσια σφραγίδα, με την επίσημη σφραγίδα τής πολιτείας 2. σημαδεμένος με… …

    Dictionary of Greek