) η σφραγίδα 2)

  • 101ενλάκκιος — ἐνλάκκιος, ον (Μ) [λάκκος] (για σφραγίδα) αυτός που έχει σε εισοχή την παράσταση, σε αντίθεση με την ανάγλυφη, την προεξέχουσα …

    Dictionary of Greek

  • 102ενσφράγιστος — η, ο 1. ο κλεισμένος σε σφραγισμένο περιτύλιγμα («ενσφράγιστες προσφορές») 2. ο κλεισμένος με σφραγίδα («ενσφράγιστος φάκελλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 103ενσφραγίζω — (AM ἐνσφραγίζω, Α και ιων. τ. ἐνσφρηγίζω) [σφραγίζω] τυλίγω κάτι και το σφραγίζω αρχ. σφραγίζω, τοποθετώ έγκυρη σφραγίδα …

    Dictionary of Greek

  • 104εξάλφα — Γεωμετρικό σχήμα που αποτελείται από δύο ισόπλευρα τρίγωνα, διασταυρωμένα μεταξύ τους συμμετρικά ως προς το κέντρο. Χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα ως σύμβολο στις ανατολικές θρησκείες, στον ιουδαϊσμό και αργότερα από το τάγμα των Ναϊτών, τους… …

    Dictionary of Greek

  • 105επίσημα — το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) [σήμα] νεοελλ. 1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του 2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο 3 …

    Dictionary of Greek

  • 106επίσημο — το (Α ἐπίσημον) [σήμα] μικρή σημαία που υψώνεται στην πρώρα τών πολεμικών πλοίων, κν. τσαμαδούρα αρχ. 1. διακριτικό σημάδι, σύμβολο (π.χ. εθνόσημο, οικόσημο) («ἄνευ γὰρ ἐπισήμου οὔ σφι νόμος ἐστὶ ἔχειν σκῆπτρον», Ηρόδ.) 2. (για ασπίδα) διακριτικό …

    Dictionary of Greek

  • 107επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 108επισήμασμα — το [επισημαίνω] 1. το επίσημα 2. η σφραγίδα που μπαίνει στα γραμματόσημα ή χαρτόσημα για να δηλώσει την τροποποίηση τής αξίας τους ή να υπενθυμίσει και τιμήσει μια επέτειο ή ένα συμβάν ή για να γνωστοποιήσει τον σκοπό για τον οποίο θα διατεθούν… …

    Dictionary of Greek

  • 109επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 110επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… …

    Dictionary of Greek