) η καπνοδόχη 3)
1καπνοδόχη, η — και καπνοδόχος, ο, η φουγάρο: Ο καπνός βγαίνει από την καπνοδόχη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2καπνοδόχη — ἡ (Α καπνοδόχη) νεοελλ. η καπνοδόχος αρχ. η καπνοδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο δόχη, κυμινο δόχη] …
3καπνοδόχη — καπνοδόκη smoke receiver fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …
5ξυροδόκη — και ξυροδόχη, ἡ (Α) η θήκη τού ξυραφιού, η ξυραφοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκη / καπνοδόχη] …
6καμινάδα — η (λ. ενετ.), καπνοδόχη, φουγάρο: Τα σπίτια που έχουν τζάκι έχουν και καμινάδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7καπνοδόχος — ο, η βλ. καπνοδόχη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8καπνοθάλαμος — ο χώρος πάνω από την εστία, στον οποίο εισρέουν τα θερμά αέρια της καύσης προτού φτάσουν στην καπνοδόχη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)