) η βραδιά

  • 31νυχτιά — η (Μ νυκτιά και νυχτιά) νύχτα («μέσ στη νυχτιά που πνίγει... τίποτε από σάς, μακάρια, δε θα μείνη» Παλαμ.) νεοελλ. το χρονικό διάστημα μιας νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα / νύκτα + κατάλ. ιά, κατά το βραδιά] …

    Dictionary of Greek

  • 32πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… …

    Dictionary of Greek

  • 33προψεσινός — ή, ό, Ν (διαλ. τ.) αυτός που συνέβη πριν από δύο βράδια, αυτός που έγινε το προπροηγούμενο βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προψές + κατάλ. ινός (πρβλ. σημερ ινός)] …

    Dictionary of Greek

  • 34σεληνοφώτιστος — η, ο, Ν σεληνόφωτος («σεληνοφώτιστα βράδια», Κ. Καρυωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + φωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Εμμ. Ροΐδη] …

    Dictionary of Greek

  • 35σουαρέ — το, και σουαρές, ο, Ν 1. βραδινή φιλική συγκέντρωση, εσπερίδα 2. φρ. «σουαρέ ντε γκαλά» μεγάλη χοροεσπερίδα, δεξίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soiree «βραδιά, δεξίωση» (< γαλλ. soir «βράδυ» < λατ. sero «αργά»)] …

    Dictionary of Greek

  • 36τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 37τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …

    Dictionary of Greek

  • 38υπέροχος — η, ο / ὑπέροχος, ον, ΝΜΑ, και επικ. ιων. τ. ὑπείροχος, ον, Α [ὑπερέχω] αυτός που υπερέχει, που ξεχωρίζει, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός (α. «υπέροχος ομιλητής» β. «υπέροχη βραδιά» γ. «θῆρες ἐν πελάγεσιν ὑπέροχοι» Πίνδ. δ. «ὑπείροχος ἑσπερίη»,… …

    Dictionary of Greek

  • 39φάτσα — η, Ν 1. πρόσωπο, όψη, ιδίως δυσαρεστημένη 2. συνεκδ. άτομο που γεννά υποψίες, μούτρο («τα βράδια μαζεύονται εκεί κάτι περίεργες φάτσες») 3. (για κτήριο) πρόσοψη 4. (χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) φάτσα ακριβώς απέναντι 5. φρ. «φάτσα κάρτα» i) κατάμουτρα… …

    Dictionary of Greek

  • 40φιλέσπερος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσουν τα βράδια, («ἴον, τὸ φιλέσπερον ἄνθος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἕσπερος «βράδι, βραδινός»] …

    Dictionary of Greek