) δύσκολα (

  • 1δύσκολα — δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2δύσκολ' — δύσκολα , δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc pl δύσκολε , δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3δυσκατέργαστος — η, ο (AM δυσκατέργαστος, ον) αυτός που δύσκολα μπορεί να υποστεί επεξεργασία μσν. (για τόπο ή οχυρό) αυτός που δύσκολα ανέχεται κατοχή, ο δυσκολοκυβέρνητος αρχ. 1. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά 2. αυτός που χωνεύεται δύσκολα 3. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 4δύσκαμπτος — η, ο (AM δύσκαμπτος, ον) 1. αυτός που λυγίζει δύσκολα («δύσκαμπτος σίδηρος») 2. αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («δύσκαμπτος χαρακτήρας») 3. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῡ ἵππου») αρχ. αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται… …

    Dictionary of Greek

  • 5δύσλυτος — η, ο (AM δύσλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται δύσκολα («δύσλυτα δεσμά») 2. αυτός για τον οποίο δύσκολα βρίσκεται λύση («δύσλυτο πρόβλημα») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα εξαφανίζεται («ἄκος τῶν δυσλύτων πόνων», Ευρ.) 2. όποιος δύσκολα αναιρείται ή… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …

    Dictionary of Greek

  • 7Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek

  • 8δυσανάκλητος — δυσανάκλητος, ον (AM) αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται αρχ. 1. αυτός τον οποίο δύσκολα τόν συγκεντρώνει κανείς 2. δυσθεράπευτος 3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση …

    Dictionary of Greek

  • 9δυσαπολόγητος — δυσαπολόγητος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τόν υπερασπίσουν 2. αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να απαντήσει 3. αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, δυσερμήνευτος …

    Dictionary of Greek

  • 10δυσαπόδοτος — η, ο (AM δυσαπόδοτος, ον) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες») νεοελλ. 1. (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται 2. (για καλή πράξη) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται …

    Dictionary of Greek