) βγάζω (

  • 1βγάζω — βγάζω, έβγαλα, βγαλμένος βλ. πίν. 108 Σημειώσεις: βγάζω : στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη αναφέρεται και παθητική φωνή με αόριστο βγάλθηκα. Στην έρευνά μας δε συναντήσαμε παθητικούς τύπους του βγάζω (εκτός βέβαια από τη μτχ. βγαλμένος) και… …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …

    Dictionary of Greek

  • 3βγάζω — έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι: Έβγαλα το δόντι που με πονούσε. 2. εμφανίζω, αναδίνω: Το δέντρο έβγαλε μπουμπούκια. 3. παράγω, κερδίζω: Βγάζω πολλά χρήματα δουλεύοντας ως αντιπρόσωπος. 4. δημοσιεύω, εκδίδω έντυπο: Βγάζει… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4αζινοβολώ — βγάζω σπινθήρες, σπινθηροβολώ, σπιθοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. βολώ] …

    Dictionary of Greek

  • 5αποφυλακίζω — βγάζω από τη φυλακή, αφήνω ελεύθερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + φυλακίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σπ. Τρικούπη] …

    Dictionary of Greek

  • 6ασημοβροντώ — βγάζω ασημένιο ήχο, ηχώ σαν ασήμι …

    Dictionary of Greek

  • 7αφερματίζω — βγάζω το έρμα από το πλοίο, ξεσαβουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, σαβούρα». Η. λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου] …

    Dictionary of Greek

  • 8εκβουτυρώνω — βγάζω το βούτυρο από το γάλα, αποβουτυρώνω …

    Dictionary of Greek

  • 9εκβραχίζω — βγάζω βράχους από το έδαφος …

    Dictionary of Greek

  • 10εξαγκιστρώνω — βγάζω κάτι από το αγκίστρι, το απαγκιστρώνω, το απαλλάσσω από την αγκίστρωση …

    Dictionary of Greek